Από το βιβλίο "Ροζοναρίσματα", με κείμενα του Μιλτιάδη Βαρδάκη-Μαδαρίτη
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ένας χρόνος γίνεται εδά απού εβγήκε πρώτη βολά η γ' "ΑΛΗΘΕΙΑ". Χαρμόσυνο το συναπάντημα, και καλό σημάδι για το λαό.
Εβοηθήξανε, ως εμπόρουν οι χωριάτες κι' οι φτωχοί για να βγει παλληκάρι και να βγαίνει απού δα κι ομπρός δυο βολές την εβδομάδα. Κι ως πάνε τα πράγματα γρήγορες θα γενεί και καθημερνιάτικη.
Εμπεγιέτισε ο λαός την εφημερίδα του και εστερεψέτηνε στην μέσαν άκρα τση καρδιάς του.
Αφουγκραστήκανε οι φτωχοί το χτύπο τση καρδιάς τωνε από την εφημερίδα ευτήνη να -Ακούστηκε το δίκιο τωνε και μπάλες τση καταστροφής είτονε τα γραφτά τση, για τση παθούς του λαού και τση πατρίδος.
Ένα χρόνο ροζονάρω και εγώ από το καντόνι ετουτονέ τσ'"ΑΛΗΘΕΙΑΣ".
Μα για να πούμε και την αλήθεια έγραψα κάμποσα ροζοναρίσματα απούχανε λεζέτι μα τα πλια τωνε με διάλε το κουκί τ'αλάτσι.
Ας είναι καλά όμως οι αναγνώστες μου, ποτές τωνε δεν μου δείξανε μούρη μούρη κι ας με μοτσερ ε καθα βολά ο διευθυντής. Σαν η γ'ώρα το καλεί επειδής τόχω βάρος, θα ξεκαθαριστώ ως καθαρίζεται κιαείς ομπρός στα κονίσματα όντε τονε μπλέξουνε άδικα για κλεψιά γ ή φονικό. Κι ω, το κατέει πάσα γ εις το κόμμα πούμε γραμένος, κόνισμα λογαριάζει το λαός.
Εφωνιάξανέ με κι εμένα, και είπα μου να γράψω. Είπα τωνε κι εγώ:
-Καλά το κατέτε μωρέ κοπέλλια πως είμαι σανικίς αγράμματος; Ίντα γυρεύετε το λοιπός από μένα ετσά δουλειά;
Κατέμετο γερο Μαδαρίτη, μα ξοργούτου θέλομε τον απατό σου για να γροικάται απού την εφημερίδα μας κι η γλώσσα που μιλούσαν οι παλιοί μας και που μιλιέται ακόμης στση ψηλάδες.
-Ε! σαν ει τζα να σας σε γράψω, των είπα
Ομπανέ τώπα τση γρες μου. Μπεσπειλί κι είπα πως θα με καταλήσει.
-Λόμπις εκουζουλάθηκες εδά στα γεραθιά σου; μου λέει. Δε θωρείς το χάλι μας; Δεν ξανοίγεις το παντέρημό σου; Ντα ως οψές, μας είχε στη μπούκα του τουφεκιού ο νωματάρχης. Να κάτεχες μπάρε μου μια αράδα γράμματα, καϋμός δεν είτονε. Εξέχασες μωρέ ανατζούμπαλε, στην άλλης απού δεν είχε ψάλτη ο παπάς είπε σου να τον αϊδάρης, τα χάχαρα που κάμανε οι χωριανοί, απού διάβαζες σαν το μιτσό κοπέλλι όντε πρωτοπάει στο σκολείο; Κι'ίντα, τα λουτουργοχάρθια απούναι τα γράμματά τωνε σαν τα πετροκάρυδα. Και θέλεις μωρέ να γενείς κι' εφημεριδογράφος; Δεν τόνιωσες, μωρέ λάλαρη πως σε πήρανε στο μασκαραλίκι; Εγώ μάτοι, ε; δεν θαν' έχω μπλιό μούρη να πορίσω. Πολλά το φοβούμαι μπιλέ μου, πως στην υστεριά θα μασε βγάλουμε και ρίμες. Οϊ τάξε μου κι ανέ προβάλουνε όθεν το χωριό μας ετουτηνά που σ'απανοβάλανε, σκλάβα στη Μπαρμπαριά να με πουλήσουνε κιαδέ τση σφίξω με τση τσουρδάλες.
Δεν τση συνορίστηκα άφηκά τωνε και βαταλάλιε ως τη βαθέ νύχτα.
Σκοτεινά, σκοτεινά που έγκαψαγια το χειμαδιό, έβαλα στο σακκούλι μου χαρτί και μολυβδοκόντυλο που μούχανε δοσμένο.
Κι ως οι γ'αίγες είτονε γεννημένες κι' κι είχαν τα ρίφια τωνε στα σπηλιάρια δεν εμεταξεσέρνανε απού το χειμαδιό, για να μπούνε σε ζημιά. Έβαλα το λοιπός κι εγώ μια σιαδερή πλακούρα στα γόνατά μου κι έγραψα το πρώτο μου ροζονάρισμα.
Ως τωπα και παραπάνω δεν εχω παράπονο με τσ' αναγνώστες μου. Καϊρέτι μου δίνανε μπιλέ μου. Περί του απού τη χώρα και την Αθήνα άνθρωποι π'αγαπούνε το λαός και τη γλώσσαν του. Κι εμηνούσανέ μου: Άντε γέρο Μαδαρίτη, κι α δε κάνουν οι μ'ασφεντηλιές μεσοδάκια, κάνουν μπάρεμου* πλουμιά.
Ετσά μιας λοής πλουμιά ξωμπλιάζω κι εγώ στην Αλήθεια. Θωρώ το πως δεν το πιδεξεύομαι, μ'απατοί σας θα κρίνετε αν ειν' καλιά να ξανοίξω το παντερημο μου απου πε κι η γρα μου.
------------------------------
*Το μπάρεμου (=τουλάχιστον) στο κείμενο ήταν γραμμένο ως δυο λέξεις ("μπάρε μου")
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ένας χρόνος γίνεται εδά απού εβγήκε πρώτη βολά η γ' "ΑΛΗΘΕΙΑ". Χαρμόσυνο το συναπάντημα, και καλό σημάδι για το λαό.
Εβοηθήξανε, ως εμπόρουν οι χωριάτες κι' οι φτωχοί για να βγει παλληκάρι και να βγαίνει απού δα κι ομπρός δυο βολές την εβδομάδα. Κι ως πάνε τα πράγματα γρήγορες θα γενεί και καθημερνιάτικη.
Εμπεγιέτισε ο λαός την εφημερίδα του και εστερεψέτηνε στην μέσαν άκρα τση καρδιάς του.
Αφουγκραστήκανε οι φτωχοί το χτύπο τση καρδιάς τωνε από την εφημερίδα ευτήνη να -Ακούστηκε το δίκιο τωνε και μπάλες τση καταστροφής είτονε τα γραφτά τση, για τση παθούς του λαού και τση πατρίδος.
Ένα χρόνο ροζονάρω και εγώ από το καντόνι ετουτονέ τσ'"ΑΛΗΘΕΙΑΣ".
Μα για να πούμε και την αλήθεια έγραψα κάμποσα ροζοναρίσματα απούχανε λεζέτι μα τα πλια τωνε με διάλε το κουκί τ'αλάτσι.
Ας είναι καλά όμως οι αναγνώστες μου, ποτές τωνε δεν μου δείξανε μούρη μούρη κι ας με μοτσερ ε καθα βολά ο διευθυντής. Σαν η γ'ώρα το καλεί επειδής τόχω βάρος, θα ξεκαθαριστώ ως καθαρίζεται κιαείς ομπρός στα κονίσματα όντε τονε μπλέξουνε άδικα για κλεψιά γ ή φονικό. Κι ω, το κατέει πάσα γ εις το κόμμα πούμε γραμένος, κόνισμα λογαριάζει το λαός.
Εφωνιάξανέ με κι εμένα, και είπα μου να γράψω. Είπα τωνε κι εγώ:
-Καλά το κατέτε μωρέ κοπέλλια πως είμαι σανικίς αγράμματος; Ίντα γυρεύετε το λοιπός από μένα ετσά δουλειά;
Κατέμετο γερο Μαδαρίτη, μα ξοργούτου θέλομε τον απατό σου για να γροικάται απού την εφημερίδα μας κι η γλώσσα που μιλούσαν οι παλιοί μας και που μιλιέται ακόμης στση ψηλάδες.
-Ε! σαν ει τζα να σας σε γράψω, των είπα
Ομπανέ τώπα τση γρες μου. Μπεσπειλί κι είπα πως θα με καταλήσει.
-Λόμπις εκουζουλάθηκες εδά στα γεραθιά σου; μου λέει. Δε θωρείς το χάλι μας; Δεν ξανοίγεις το παντέρημό σου; Ντα ως οψές, μας είχε στη μπούκα του τουφεκιού ο νωματάρχης. Να κάτεχες μπάρε μου μια αράδα γράμματα, καϋμός δεν είτονε. Εξέχασες μωρέ ανατζούμπαλε, στην άλλης απού δεν είχε ψάλτη ο παπάς είπε σου να τον αϊδάρης, τα χάχαρα που κάμανε οι χωριανοί, απού διάβαζες σαν το μιτσό κοπέλλι όντε πρωτοπάει στο σκολείο; Κι'ίντα, τα λουτουργοχάρθια απούναι τα γράμματά τωνε σαν τα πετροκάρυδα. Και θέλεις μωρέ να γενείς κι' εφημεριδογράφος; Δεν τόνιωσες, μωρέ λάλαρη πως σε πήρανε στο μασκαραλίκι; Εγώ μάτοι, ε; δεν θαν' έχω μπλιό μούρη να πορίσω. Πολλά το φοβούμαι μπιλέ μου, πως στην υστεριά θα μασε βγάλουμε και ρίμες. Οϊ τάξε μου κι ανέ προβάλουνε όθεν το χωριό μας ετουτηνά που σ'απανοβάλανε, σκλάβα στη Μπαρμπαριά να με πουλήσουνε κιαδέ τση σφίξω με τση τσουρδάλες.
Δεν τση συνορίστηκα άφηκά τωνε και βαταλάλιε ως τη βαθέ νύχτα.
Σκοτεινά, σκοτεινά που έγκαψαγια το χειμαδιό, έβαλα στο σακκούλι μου χαρτί και μολυβδοκόντυλο που μούχανε δοσμένο.
Κι ως οι γ'αίγες είτονε γεννημένες κι' κι είχαν τα ρίφια τωνε στα σπηλιάρια δεν εμεταξεσέρνανε απού το χειμαδιό, για να μπούνε σε ζημιά. Έβαλα το λοιπός κι εγώ μια σιαδερή πλακούρα στα γόνατά μου κι έγραψα το πρώτο μου ροζονάρισμα.
Ως τωπα και παραπάνω δεν εχω παράπονο με τσ' αναγνώστες μου. Καϊρέτι μου δίνανε μπιλέ μου. Περί του απού τη χώρα και την Αθήνα άνθρωποι π'αγαπούνε το λαός και τη γλώσσαν του. Κι εμηνούσανέ μου: Άντε γέρο Μαδαρίτη, κι α δε κάνουν οι μ'ασφεντηλιές μεσοδάκια, κάνουν μπάρεμου* πλουμιά.
Ετσά μιας λοής πλουμιά ξωμπλιάζω κι εγώ στην Αλήθεια. Θωρώ το πως δεν το πιδεξεύομαι, μ'απατοί σας θα κρίνετε αν ειν' καλιά να ξανοίξω το παντερημο μου απου πε κι η γρα μου.
------------------------------
*Το μπάρεμου (=τουλάχιστον) στο κείμενο ήταν γραμμένο ως δυο λέξεις ("μπάρε μου")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου