Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Περί του ιστοτοπου Glossa Grika (Κατωιταλιώτικη διάλεκτος)

Αυτούσιο από την ιστοσελίδα glossagrika.

 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


GLOSSA GRIKA eghennìete m'o tèlimma n'ane ndiastikì ja mia cinùria ce kàddhio zoì tu griku, i glossa grika tu Salentu.
Noume ti mian glossa proppi tikanene endiàzete n'in milisi, ma, gràfsontà ti etèlamo mposi us pleu malu, pu norìzune kalà i glossa, na ghiurìsune ce na kulusìsune n'in milìsune pleo pinnà ce ìu kànnonta na ghennisì sta pedìa, sta paddhikària ce sta koràssia o tèlimma n'in màsune.
Epistèome ti e mali ine o nu tunì glossa ce e nei to avri.
Apà tutto sito èrkutte valomena pràmata, nea, travùddia, artìkulu ..., grammena grika ce registraziune tos militò* .
Ja cinu pu en ennorìzune o griko, kampossa grammena ta metafràzume* sto italiano, greko, ce franceso.
Kànnome tuo jati pistèome ka mìa glossa en endìazete manekhà na milistì ce na noistì, ma jatì passo glossa vastà eces safti ola ta diavemmena ce i cultura atta gheni pu i milune.
Fsèronta ti passo khorìo vastà o griko dikò ttu ce passosena o grafi pose u fènete kàddhio, emì pistèome ka ìane kalò prama na gràfsome efs'ena modo manekhò, ja tuo satti egràfome ekratennomesta sti fonitikì metagrafì* tunì tabella.
Emì etèlome ce ghiurèome i partecipaziuna sf'olu. U griku endiazomosto oli. Etèlamo ce prakalume cispu teli na grafsi, na kratettì es ti tabella pu dìfsamo.
O sito culusà na afsisi.
Èkhome sto nu na vàlome on line kamposse registraziune fse gheno pu milì grika.
An èkhete addhe idee, kàmetè mma mira. Milume!
Na kuomesta presta.

Με τον ιστοχώρο GLOSSA GRIKA σκοπός μας είναι να συνεισφέρουμε στην αναζωογόνηση της γκρίκο, της ελληνικής γλώσσας του Σαλέντο.
Με όντως δεδομένο ότι μία γλώσσα πρέπει εξ αρχής να μιληθεί, ελπίζουμε, γράφοντάς την, να παροτρύνουμε τους πιο ηλικιωμένους που την ξέρουν, να συνεχίσουν να την μιλάνε για να δημιουργήσουν στους νέους την επιθυμία να την μάθουν κι'αυτοί.
Θεωρούμε ότι οι ηλικιωμένοι αποτελούν τη μνήμη αυτής της γλώσσας και ότι οι νεώτεροι είναι το μέλλον της.
Στον ιστοχώρο αυτό θα ανεβάζουμε κείμενα, ποιήματα, τραγούδια, γνώμες, σκέψεις κτλ. γραμμένα στην γκρίκο καθώς επίσης και ηχογραφήσεις ομιλητών της γκρίκο.
Για να βοηθήσουμε όποιον δεν γνωρίζει την γκρίκο θα μεταφράζουμε1 και θα ανεβάζουμε μερικά κείμενα στα ελληνικά, τα ιταλικά και τα γαλλικά.
Η πρωτοβουλία μας ξεκινά από το γεγονός ότι μία γλώσσα δεν είναι μόνο ένα μέσον επικοινωνίας, αλλά κυρίως ένα πολιτιστικό απόθεμα.
Έχοντας υπόψιν την ύπαρξη των διαφόρων παραλλαγών της γκρίκο, αποφασίσαμε για λόγους συνοχής να χρησιμοποιήσουμε μια ομοιόμορφη γραφή. Στον συνημμένο πίνακα θα βρείτε την φωνητική μεταγραφή που προτείνουμε.
Μια που ελπίζουμε σε μια εξωτερική συμμετοχή (η γκρίκο έχει την ανάγκη όλων) παρακαλούμε τους εκάστοτε συντάκτες να χρησιμοποιούν τον πίνακα που παρουσιάσαμε.
Ο ιστοχώρος μας φυσικά και σίγουρα θα εξελιχθεί.
Προβλέπουμε ήδη την διαθεσιμότητα on line των ηχογραφημένων φωνών μερικών ομιλητών της γκρίκο.
Αν έχετε άλλες ιδέες, μεταβιβάστε τές μας. Θα το συζητήσουμε.
Θα τα ξαναπούμε.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κείμενο γραμμένο σε Griko (Κατωιταλιώτικη διάλεκτος)

Το παρακάτω είναι το εισαγωγικό κείμενο της ιστοσελίδας http://www.glossagrika.it, στην οποία υπάρχουν κείμενα και ηχογραφήσεις στη διάλεκτο των Ελλήνων της κάτω Ιταλίας. Το υλικό της εν λόγω σελίδας σύντομα θα ανέβει και εδώ, για να αποτραπεί η απώλειά του σε περίπτωση κλεισίματός της.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Kalòs ìrtato
Sogeste ti e tikhi, e àrguli, o khoma, e ajera ma e’ pistèone sta aftìa to: doppu akatò ce akatò khronu pu ìne kumena panta griko, panta griko, oli mia forà us enghizi na kùsune mian glossa pu e’ novune.
Sogeste pu os fènete pu o khoma to egomosti fse gheno fseno. Fseni pu esìrano i guerra ce eguàlane us griku attà spìtia to.
Ce iu ssadìa ssadìa o griko lefteni, khanni ta loja, khanni o gheno pu to milì, epai apode.
Sogeste ti o griko e’ sozi ghiurisi na milistì sakundu mia forà. Sogeste ti o griko e’ na pesani ma en ene prama na pesani iu.
Etèlamo o griko na min svistì, na kulusisi na zisi tosso cerò ankora, na èrkato milimmeno ankora.
Tèlome na kàmome mia associaziùna fse gheno pu agapà o griko, fse gheno pu teli na milisi grika, fse gheno pu, m’olo ka en ennorizi o griko, teli na enkosì na mi khasì e glossa.
Ja tuo, occe min afidìa tu web, etèlamo ti tuttin idea na stasi epukanè, kùkkia ce larga.

Tèlome na pakhìnome o griko ma ta loja allimonimmema ce ma loja cinùria pu vastune i rizza es ta loja grika ce stes addhe glosse.
Tèlome na kuntèfsome apà sto web ta nea pu ghennnìutte es ta khorìa ma.
Sianònnome ce registrèome ti’ fonì cinò pu milune grika na tin vàlome apà sto internet
Sòzamo pi afidìsetè mma na pàrome ambrò tuttin idèa, ma e afidìa e’ kanì. E afidìa ene ja mia forà, ja dìo, mia forà ankora, ma depòi ekhànnete. Ja tutto prama e afidìa e’ kanì, e’ felà, ja tutto prama endiàzete agapi.
O griko rotà agapi.



Καλώς ήρθατε
Ίσως οι τοίχοι, τα δένδρα, το χώμα, ο αέρας μας δεν πιστεύουν στ' αυτιά τους : ύστερα από εκατοντάδες και εκατοντάδες χρόνια που ακούγανε πάντα γκρίκα, απότομα υποχρεώθηκαν να ακούν μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν.
Ίσως τους φανεί ότι ξένοι εισέβαλαν στον τόπο τους. Ξένοι που κέρδισαν τον πόλεμο και έδιωξαν τους γκρίκους απ' τα σπίτια τους.
Έτσι, σιγά-σιγά, η γκρίκο φθείρεται, χάνει τις λέξεις της και τους ομιλητές της, σβήνει.
Η γκρίκο ίσως να μήν ξαναμιληθεί όπως πριν· ίσως και να πεθάνει. Όμως δεν θέλουμε να πεθάνει έτσι.
Θα θέλαμε να μην σβήσει η γκρίκο· να συνεχίσει την ζωή της για πολύ καιρό και να ξαναμιληθεί ακόμη.
Θέλουμε να συγκεντρώσουμε αυτούς που αγαπάνε την γκρίκο και επιθυμούν να μιλήσουν γκρίκα· άτομα που μολονότι δεν ξέρουν την γκρίκο, είναι πρόθυμοι να παλέψουν για να μην χαθεί η γλώσσα αυτή.
Γι' αυτό, και με τη βοήθεια του διαδικτύου, θέλουμε αυτή η ιδέα να φτάσει απανταχού, στα κοντινά και στα μακρινά.

Θέλουμε να « πλουτύνουμε » την γκρίκο με ξεχασμένες και νέες λέξεις που έχουν ρίζες ελληνικές ή όχι.
Θέλουμε να ανεβάσουμε, για να διαδώσουμε, στο διαδίκτυο τα νέα των χωριών μας.
Περισυλλέγουμε, καταγράφουμε και ηχογραφούμε την φωνή εκείνων που μιλούν την γκρίκο για να την βάλουμε στο ιντερνέτ.
Θα μπορούσαμε να ζητήσουμε την βοήθειά σας για να προωθήσουμε αυτή την ιδέα, μα η βοήθεια δεν αρκεί. Η βοήθεια είναι, επεισοδιακά, για μια φορά, για δύο, για μια τρίτη, αλλά ύστερα εξασθενεί.
Γι'αυτό που θέλουμε να κάνουμε η βοήθεια δεν φτάνει, δεν ωφελεί. Σ' αυτή τη περίπτωση χρειάζεται αγάπη.

Η γκρίκο ζητά αγάπη.


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Δείγματα Βλαχικής διαλέκτου

Δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν μπόρεσα να βρω αξιόλογο υλικό στο Βλάχικο ιδίωμα. Εξαίρεση αποτελούν τα δυο παρακάτω  βίντεο, αμφότερα από το κανάλι του Σωτηρη Γοργογετα.










Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΓΑΛΟΝΙ (Κρητική διάλεκτος)

Πηγή: Ροζοναρίσματα
Μιλτιάδη Βαρδάκη - Μαδαρίτη
Εκδόσεις Αλήθεια
Χανιά, 1976
σελ. 159-160

ΤΟ ΓΑΛΟΝΙ

Απαντηχτήκαμεν οπροθές μ' ένα μερωντικό σύντεκνο, απού παδά απού τσι χαμηλάδες.
Ετσά στο κρασί και στην κουβέντα μας, μου λέει
-Μωρέ, να σου πω μιαν ιστορία, να τη γράψεις, μια που παρισταίνεις τον εφημεριδογράφο;
-Λε δε με γνοιάζει, του λέω.
-Έναν κοπέλλι απου τ'απανωμέργια ξεχειμωνιάζει όθεν τσοι γυαλούς, σιμά στο χωριό μας, τα ωζά-ν-του.
Πράμα ως καθώς φαίνεται:  είτονε ορχομένο στο μαγατζί να πουσουνίσει κι έκατσε στην αποσπερίδα.

Εκουβεδιάζαμε για τσι κακομοιριέ μας, την περίσταση, τα πολιτικά -είπαν και για τη δίκη τσ'Ασπίδας και τσ'άξωματικους απού δικάσα και θα των-ε ξυλώσουν τα γαλόνια. Λέει και το βοσκαρούδι: γροικάτε με και μένα ίντα λοής έχασα κι εγώ το γαλόνι μου: Οξ'απού πέρυσις είμουνε στρατιώτες στα Βουργαρικά σύνορα σ'ένα φυλάκιο. Μιας κοπανιάς, μιαν ταϋτερινή, έτσα κατά το μισό κολατσιδάκι, νάσου και φτάνει ένας στρατηγός κι ένας υπολοχαγός καβαλλάρηδες. Ο δεκανέα μας είτονε ποθές  παωμένος και δεν είταν κειά. Σέρνω κι εγώ μια φωνή: Λε στα όπλα! Εμονομερίσα κι οι γι αποδέλοιποι στρατιώτες και παρουσιάσαμε όπλα, κι ανάφερα κιόλας κατά που λέει ο κανονισμός του Στρατού.

Ρωτά ο στρατηγός: "δεν είναι εδώ κιαείς βαθμοφόρος;" "Είναι, στρατηγέ μου" -του λέω- "μόνο πάει προς νερούν-του". "Και γιατί ανάφερες εσύ;". "Γιατί έλλειψει λέει βαθμοφόρου ο γενναιότερος στρατιώτης γίνεται βαθμοφόρος" -το 'πα και  ξαργούτου για να μασκαρευτώ τσοι συναδέρφους μου. "Μπράβο, μου λέει, και γιατί η χλαίνη σου είναι παλιά;" "Λ'ευτή μου δωκεν η πατρίδα, ευτή φορώ". "Γράψε τονε για υποδεκανέα και να του δώκου ντελόγως καινούρια χλαίνη" -λέει του υπολοχαγού.

Μπαίνει και στο φυλάκιο, θωρεί τη ζουγραφιά του βασιλιά στον τοίχο. "Γνωρίζεις ποιος είναι αυτός;" "Ναισκες, του λέω, ο βασιλιάς". "Γνωρίζεις ότι ο πατήρ του απελευθέρωσε το άγιον αυτό χώμα που συ φυλάς; τη Μακεδονία μας;" "Εγώ κατέω στρατηγέ μου πως εφτά χωριανοί μου εσκοτωθήκανε επά στη Μακεδονία, και τσοι γράφουν και στο ηρώο του χωργιού μας, μα κι ο λάλος
μου είτονε Μακεδονομάχος. Με το αίμα-ν-τωνε απελευθερώθηκεν η Μακεδονία". "Ωστε έτσι;" -μου ξαναλέει μανιστικά και απός γαέρνε: την μούρην του όθεν τον υπολοχαγό. "Σβύσε τονε από υποδεκσνέα και καλή είναι η χλαίνη-ν-του"... Δεν κατέω αν έει σημασία η γι ιστορία του συντέκνου μου, μ'αν έει εσείς θα το κρίνετε.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Η εισήγηση του Κρητικού βοσκού Μανούσου στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Σύντεκνοι και συντέκνισσες,

Άφηκα τα οζά στ αόρι*, για να ρθω επαέ* να σα σε πω δυο κουβέντες και να τσ ακούσετε με προσοχή.

Θαρρώ, πως δε καταλαβαίνετε πως ούλοι οι Έλληνες δεν είναι σα κι αυτούς που ρχονται κάθε τρεις και λίγο επαέ και τους κουνείτε τα δαχτύλια, να φοβηθούνε, κι ούτε έχουμε ούλοι οι Έλληνες τον καφά* του Βενιζέλου να μας εσβερκώνετε*, όποτε σας γουστάρει και να μας ελαλείτε σα τα πρόβατα.

Κατέχομε το, πως οι κυβερνήτες μας ήτονε μπήτι* άχρηστοι κι αχαϊρευτοι και μας επαίζανε σαν τα μαϊμούνια 30 χρόνια τώρα. Κατέχομε το πώς δεν κατέχανε να μοιράσουνε δυο γαϊδάρω άχερα, κι αν τα μοιράζανε τα παίρνανε ούλα για την αφεντιά τως. Κατέχομε το πώς φταίμε κι εμείς απού τσι ψηφίζαμε τοσανά χρόνια, μα ίντα θέτε δα από πα και πέρα; Αυτά θα τα ξεκαθαρίσομε εμείς λίαν συντόμως, είναι δικοί μας λογαριασμοί.

Από τ αόρι μαθαίνω πως μόνη σας έγνοια είναι να πάρετε τα χαρθιά που σα σε χρωστούμε. Μα σεις μωρέ θέτε πια πολλά από κείνανά που μας εδώκετε. Και θαρρώ πως δε θέτε μόνο χαρθιά. Θέτε κι άλλα που δε μπορείτε μαυροκακομοίρηδες να τα πάρετε χρόνια τώρα. Τον ήλιο μωρέ θέτε, και τη θάλασσα, και τον ουρανό μας, και τα πουλιά μας, και τσι βράχους μας και το φιλότιμο μας και το γέλιο μας και τσι χορούς μας και τσι μουσικές μας και τα φαγιά μας και τσι φωνές μας. Ζηλεύετε μωρέ παράωροι* τα οζά* μου, το μιτάτο μου, την ασκομαντούρα* μου. Εκεινονά είναι το πρόβλημα σας.

Ανεμαζώνεστε επαέ ούλοι οι σφουγγοκωλάριοι* και λέτε ούλες τσι παραωριές για τσι τράπεζες και τα ομόλογα και τα σκουπιδόχαρτα σας. Και θαρρείτε πως ετουτανά τα χαρθιά είναι η πλάση κι η πρόοδος σας. Μαύρα μεσάνυχτα έχετε ούλοι σας.

Κι ύστερα λέτε πως θα μας πετάξετε όξω από την Ευρώπη. Ίντα θαρρείτε μωρέ, πως είναι εκεινηνά η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα; Πράμα δεν είναι. Και τ όνομα τζι, τσ αρχαίους έλληνες παραμυθάδες το χρωστεί. Ίντα θαρρείτε πως είναι η Ευρώπη; Οι αποικίες σας είναι απού ξεβγάλατε ούλους τσι λαούς για να τοσε παίρνετε τα χρυσάφια γή τα στρατόπεδα που ξεβγάνατε τς Οβραίους; Τον κακό σας το φλάρο… ο Παρθενώνας είναι μωρέ κι ούλα τα κλεψιμέικα* που χετε στα μουσεία σας και δείχνετε τα τσι Κινέζους. Εμείς μωρέ στα βουνά κλέφτομε τα πρόβατα να κάνομε σεϊρι* τς άλλους βοσκούς, μα δε κλέφτομε ιδέες και ιδανικά κι αξίες. Κι εμείς άμα στο χωριό ζορίζεται ένας πάμε ούλοι και προστρέχομε να τονε βοηθήσομε.

Επαέ μέσα που είστε και καλά γραμματιζούμενοι, δεν έχετε ακούσει για τον μεγάλο παραμυθά, τον Όμηρο, τσ Αισχύλους, τσι Περικλήδες, τσ Αριστοτέληδες, τσι Παλαιολόγους, τσι Μακρυγιάννηδες, τσι Παλαμάδες και τσι Θοδωράκηδες; Κατέχετε τσι ούλους, γιατί αυτοί μωρέ σας τα μάθανε τα γράμματα.

Κι οι κολόνες, μωρέ, τσι δρόμους σας κι αυτές από μας τσι πήρετε και τσι γλώσσες, μωρέ, που μιλείτε δικές μας είναι. Εγώ που δεν κατέχω γρι εγγλέζικα, σας ακούω από οψάργας* και τα μισά που λέτε ρωμέικα είναι και δεν το χαμπαριάζετε.

Από πού μωρέ θα μας σε βγάλετε; Από το σπίτι τω παππούδω σας; Να μας σε βγάλετε μωρέ, μα ν αλλάξετε όνομα και γλώσσα και να μη λέτε για δημοκρατία και φιλοσοφία. Και να βγάλετε μωρέ τσ Αφροδίτες και τσι Φειδίες απ τα μουσεία σας, να δείχνετε μωρέ τα Άουσβιτς και τσ αλυσίδες τω σκλάβων τσ Αφρικής.

Επαέ ήρθα να σα σε πω εκεινανά που οι Λουκάδες* και τα Γιωργάκια* και τ Αντωνάκια* δε σας σε λένε, γιάντα τς Αμερικές και στα Λονδίνα δεν επαίξανε Κορνάρο, δεν εμάθανε για τσι Δροσουλίτες και δεν ακούσανε τσι μπαλωθιές του Κόρακα* και του Ξωπατέρα*. Σφουγγοκωλάριοι εσπουδάσανε να ανταλλάσσουνε χαρθιά και «κουρέματα». Ίσαμε εκεια πήγανε. Και δα εβρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ. Εγώ μωρέ, έχω τα ντουφέκια τω παππούδω μου που πολεμούσανε για τα «ΟΧΙ», αυτοί λένε την αλήθεια, όχι τα ινστιτούτα σας- που γέμισε ο κόσμος από τέτοια-, και οι λέσχες σας απού ναι πιο πολλές απ τα σχολεία πια στη χώρα μου, που λένε μόνο «ΝΑΙ».

Να ρθετε μωρέ ούλοι σας στο μιτάτο* να σα σε φιλέψω, να ρθετε να πιούμε τη ρακί, να σας σε χτυπήσει μιαολιά* αέρας κρητικός, γιατί μόνο έτσιδά θα ξεξινίσετε, γιατί ανέ δείτε τα μούτρα σας, είναι όλο κακομοιριά και παραωριά.

Και μάθετε καλά, πως χωρίς τσι μπεμβέδες τσι μερσεντέδες και τσ ανοστιές που μας εταΪζετε, Ελλάδα θα υπάρχει, χωρίς τσ Αφροδίτες μας έχετε μπατιρίσει ντελόγο* και κατέχετε το καλά όσο κι εγώ. Από δα και μπρος το λοιπό, μ εμένα θα κάμετε τη διαπραγμάτευση κι όχι με τα Γιωργάκια, τα Αντωνάκια και τσι Λουκάδες. Κι εγώ δεν είμαι ο «anonymous»,να φορώ τη μουστρουχίνα* στα μούτρα μου, να μαι σαν τη μασκάρα, είμαι ο Μανούσος, ο βοσκός απ τα βουνά τσι Κρήτης.

αόρι* βουνό

επαέ* εδώ

καφά* σβέρκος

εσβερκώνετε* χτυπώ στο κεφάλι, δίνω καρπαζιά.

Μπήτι* εντελώς

Επαίζανε* κοροϊδεύανε

παράωροι* ανόητοι

οζά* ζώα

σφουγγοκωλάριοι* καζαντζακική λέξη, γραφειοκράτες

ασκομαντούρα* μουσικό όργανο (παρόμοιο με τη σκωτζέζικη γκάιντα) που παίζουν βοσκοί της Κρήτης, κατασκευασμένο από δέρμα προβάτου.

οψάργας* χθες αργά

Λουκάδες* και τα Γιωργάκια* και τ Αντωνάκια* Λ. Παπαδήμος, μη εκλεγμένος πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, Α. Σαμαράς,αρχηγοί κομμάτων που κατάστρεψαν την Ελλάδα.

Κόρακα* Ξωπατέρα*. Ήρωες των κρητικών επαναστάσεων που θυσιάστηκαν για την ελευθερία. Ο Μ. Κόρακας, από την Πόμπια, πήρε μέρος σε πάρα πολλά κινήματα και επαναστάσεις μέσα κι έξω από την Κρήτη και θεωρείται ένας απ τους σημαντικότερους «τουρκοφάγους» των ελληνικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Ο Ξέπαπας, ή Ξωπατέρας υπερασπίστηκε με λίγους καλόγερους , απέναντι σε ολόκληρο στρατό, το μοναστήρι της Οδηγήτριας στη Μεσαρά, μέχρι να πέσει και ο τελευταίος απ τους πολιορκημένους

Κλεψιμέικα* κλοπιμαία

κάνομε σεϊρι* κοροϊδεύουμε

μιτάτο* πετρόχτιστο καταφύγιο των βοσκών στα ορεινά της Κρήτης

μιαολιά* λιγάκι

ντελόγο* αμέσως

μουστρουχίνα*μάσκα


(Εισήγηση του Κρητικού βοσκού Μανούσου στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με θέμα: «Ευρώπη και ελληνική κρίση»)
(Από το Τόνοι και Πνεύματα)

https://www.armenoi.gr/images/pdf/2013d.pdf

Διάλογοι Αρβανιτών και Αλβανών

Οι γραπτές συζητήσεις Αρβανιτών και Αλβανών αποτελούν ένα αρκετά σπάνιο θέαμα, που ουδεμία περίπτωσις υπήρχε να παραλείψουμε να καταγράψουμε και να συγκρατήσουμε! Στις παρακάτω εικόνες φαίνονται δείγματα συζητήσεων Αρβανιτών και Αλβανών, επιτρέποντα τη σύγκριση των δυο διαλέκτων/γλωσσών.

Παρατίθενται συνοπτικές αποδόσεις μέρους των διαλόγων στα Ελληνικά από τον γράφοντα (μη-ομιλητής των γλωσσών). Αν τις εξ'υμών τυγχάνει Αλβανόφωνος/Αρβανιτόφωνος ας μας διαφωτίσει ως προς το τι ακριβώς λένε.

Οι διάλογοι βρέθηκαν εδώ και εδώ.



(αμοιβαία αδυναμία κατανόησης ορισμένων λέξεων, και παράπονα Andi επειδή ο Ορέστης χρησιμοποίησε Ελληνική γραφή με την οποία δεν είναι εξοικειωμένος)







Αρβανίτικα σε πολυτονικό;!

Ο υπογράφων ως "Ρωμιός Πατριώτης" λέει πως μιλάει Αρβανίτικα και πρέπει να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα. "Έχουμε πολλά (πράγματα) κοινά με τους Αλβανούς και την Αλβανία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είμαστε Αλβανοί" λέει, συμπληρώνοντας πως "είμαστε Έλληνες και υπερήφανοι!". "Η γλώσσα μας είναι μείγμα (δεν ξέρω την Αρβερίσικη λέξη) τριών γλωσσών, κυρίως Λατινικών, Ελληνικών, και Τουρκικών".







Διαλεκτικά κείμενα στα Τσακώνικα

Παρμένο από το greek-language.gr

-------------------------------------------------------


Αθή μι παπά, ντ' ένι χαιρεκίζου.

Εμαθήκα τον καλέ ντι ερχομό τσ̑' εχαρήμα. Γράψε μι, αν εμαθήτσ̑ερε γκανένα τσ̑ινούρτσ̑ι, ντ' ένι παρακαού. Τσ̑αι για τον τσ̑υρ Γιαννούση, αν έν̇ι κα τ̔αν υγεία σι, τόσ̆ου τσ̑αι για το καμπτσί το δικό ντι, τσι ντ' επέκαϊ οι γιατροί. Απολ̣ύκαμέ ντι τσ̑αι κ̔αμπόσε λέξε γραφτέ τ̔α γρούσσα νάμου, να σι δείρε του γέρου 'Κονόμου. Τσ̑ι άλλε νι ν̑' ένι προσκυνού από μέρι μι. Τσ̑αι γράψε μι α' σ' αβήτσ̑ερε, τσ̑αι αν (έν̇ι) γερέ ο γέρου 'Κονόμο, τσ̑αι αν ευχαριστήτ̔ε με του λέξε νάμου.

Έμαϊ θέντε να γράψομε πάσοι, αμή ενίου με ερέτσ̑ε ο θάνατε του εγγόνου μι τσ̑αι μ' εφαρμακούτσ̑ε α κίκρα τα φύα τα καρδία μι όα. Εμοζάτσ̑ε α ψούχα μι, αθή μι. Έσι νιρίζου π̔' ένι έχου τριάντα χρόνου χηρευτέ, τσ̑αι πόσε χολέ τσ̑αι κίκρε εκαταγκίκα τ̔ο τόσ̆ου διάστημα. Έχουντε ν̑' έμαϊ κολεγία τσ̑' έμαϊ ξεδούκ̔ουντε. Ποίουρ ένι τσ̑αι ξένε νου, μα ούντε ν̑' ένι θυμούμενε έ' ραγίζα α καρδία μι, παρά ένι παρακαού τα Δέσποινα να νάμου δει παρηγορία.

Οι αμαρκίε νάμου είνι πάσοι τσ̑αι μ' είνι παιδέγγουντε, έτρου ένι ποίου υπομονή, θυμούμενε τα φωνά του (Ιώβ), ο Θεός ν̑' εδούτσ̑ε, ο Θεός ν̑ε άντζε. Γράφου μ' έσι να μαζούμε τσ̑αι άλ̣οι λέξε. Σα συμμαζουθούμε, έμε γράφουντε πάλι. Όχι άλλιου τσ̑αι κα ανταμώση να δει ο Θεός. Αγιελίδι. Ως αθή ντι, Αντώνη ιερέα.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Γραφή του παπα-Αντώνη που την έστειλε του παπα-Γιώργη

Αδερφέ μου παπά, σε χαιρετώ.

Έμαθα τον καλό σου ερχομό και χάρηκα. Γράφε μου, αν έμαθες κανένα καινούργιο, σε παρακαλώ. Και για τον κυρ Γιαννούση, αν είναι καλά στην υγεία του, τόσο και για το παιδί το δικό σου, τι σου είπαν οι γιατροί. Σου στείλαμε και κάμποσες λέξεις γραμμένες στη γλώσσα μας, να τις δώσεις του γέρο Οικονόμου. Και πες του τον προσκυνώ από μέρους μου. Και γράψέ μου, αν τις έλαβες, και αν είναι γερός ο γερο Οικονόμος και αν ευχαριστήθηκε με τις λέξεις μας.

Θέλαμε να γράψομε πολλές, αλλά εμένα με βρήκε ο θάνατος του εγγονού μου και μου φαρμάκωσε η πίκρα τα φύλλα της καρδιάς μου όλα. Πόνεσε η ψυχή μου, αδερφέ μου. Γνωρίζεις πως είχα τριάντα χρόνια χηρεμένος και πόσες χολές και πίκρες κατάπια στο τόσο διάστημα. Τον είχαμε συντροφιά και ξεδίναμε. Κάνω και ξένο νου, αλλά, όταν τον θυμάμαι, ραγίζει η καρδιά μου, παρά παρακαλώ την Παναγία να μας δώσει παρηγοριά.

Οι αμαρτίες μας είναι πολλές και με παιδεύουν, έτσι κάνω υπομονή θυμούμενος τη φωνή του Ιώβ, ο Θεός τον έδωσε, ο Θεός τον πήρε. Μου γράφεις να μαζέψομε και άλλες λέξεις. Όταν συμμαζευτούμε, γράφομε πάλι. Όχι άλλο και καλήν αντάμωση να δώσει ο Θεός. Λεωνίδιο, σαν αδερφός σου Αντώνης ιερέας.
2. Πραματευτή
α. Τα μάγια

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 397-398. © Ακαδημία Αθηνών

------------------------------------------------------------

Α γριά Γούταινα έκι ζατά τ̔α Σαμπατιγά, να γιατρέψει το γέρου σι. П̔' εφύντζε, ν̑' επέκαϊ να ζάει τσ̑αι να μη ξεικάξει κίσου, ό,τσι τσαι να νιάει. Ότσ' έκανε ακατούσ' τον Άγιε Κοσμά, με το φαναζ̌̌ούλι σι τσ̑αι το μουάζ̌̌ι με τον άρρωστε, ενιάτσ̑ε κουδούνια, τρουγκάνια, κούν̇οι, κατσούλε, βιολία, αλλά ο 'γείρτσ̑ε κίσου ούτε εμποίτσ̑ε το σταυρέ τσι. Άμα έκανε, όκι πορούα να νιλεί, αβήτσ̑ε, γιατσί ο 'μποίτσ̑ε το σταυρέ σι. Νάκια προστσ̑υν̇εί, θάκια ζάνι οι ιδάβολ̣οι κίσου τ̔α μάγισσα. Ύστερα ν̑' εζβαΐε ο παπά τσ̑' ενιλ̣ήτσ̑ε. Άμα μουντζούερε τσ̆ει βολέ τα μάγισσα, ούνι κιάντα τα μάγια σι.

Άμα είνι θέντε να μαγέψωι, είνε καρφούκ̔ουντε σε νια πάκα σαπούνι καρθία, μονέ αρθιμό, τσ̆ια, πέντε, εφτά, τσ̑αι ν̑' είνι ανεμούκ̔ουντε τασ' το ύο, σε κηγάδι, σε στέρνα, σε θάσσα. Όσ̆' να λει το σαπούνι, θα μαραίνηται ο καρφουτέ, άμα λει, θα πεθάνει. Άμα εν' τ̔α θάσσα ανεμουτέ, ο καρφουτέ θ' αργεί να πεθάνει, γιατσί τσ̑αι το σαπούνι έν' αργούντα να λει. Ṫαν πορεία είνι ανεμουκ̔ουντε τσ̑εζ̌̌ί ή μιστόπιτ̔α ή λουκούμι τσ̑' είνι μελετούντε, είνι αούντε, ν' αλ̣ήομε, ο τάδε να ν̑' ερέσει τσ̑αι να πεθάνει. Όγοιε νι πρωτορέσει, έν̇ι πενάκ̔ου, ας έν̇ι τσ̑αι λιγκόνι, τσ̑' έκει' θα ψοϊθεί. Όγοιε ν̑' ερέσει, έν̇ι πρέπουντα να γείζ̌̌ει κίσου τσ̑αι να νι μουντζούει τσ̆ει βολέ. Άμα ν̑' οράει τσ̑' άλλε ύστερα, όν̇ι παθαίνου τσίπτα. Ένα έκι παζ̌̌ίου από το Φρί με το βούε. Ṫο Στένουμα α κούλικα ερέτσ̑ε ένα ποκήζ̌̌ι με ύο τσ̑ι ν̑' εντούτσ̑ε με το τσ̆οχάνε τσ̑' ετσιχύτ̔ε. Όσ' 'α μόλει τ̔α Πολήνια, εψοφήτσ̑' α κούλικα.

Αφηγήτρια η Ελένη Λυσικάτου, 75 χρονών (1942)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική

Η γριά Γούταινα είχε πάει στη Σαμπατιγή να γιατρέψει το γέρο της. Όταν έφυγε, της είπαν να πάει, και (στο δρόμο) να μην κοιτάξει πίσω, ό,τι και ν' (: κι αν) ακούσει. Μόλις ήρθε κάτω από τον Άγιο Κοσμά, με το φαναράκι της και με το μουλάρι με τον άρρωστο, άκουσε κουδούνια, τροκάνια, σκύλους, γάτες, βιολιά, αλλά δε γύρισε πίσω, ούτε έκανε το σταυρό της. Όταν ήρθε (στο σπίτι), δεν μπορούσε να μιλήσει, «έλαβε» (: έπαθε από ξωτικά, δαιμονικά), επειδή δεν έκανε το σταυρό της. Αν προσκυνούσε, θα πήγαιναν οι διάβολοι πίσω στη μάγισσα (: τα δαιμονικά). Ύστερα τη διάβασε ο παπάς και μίλησε (η άρρωστη). Όταν μουντζώσεις τρις φορές τη μάγισσα, δεν πιάνουν τα μάγια της.

Όταν θέλουν να μαγέψουν, καρφώνουν σε μια πλάκα σαπούνι καρφιά, (σε) μονό αριθμό, τρία, πέντε, εφτά, και τα πετούν μέσα στο νερό, σε πηγάδι σε στέρνα, σε θάλασσα. Ώσπου να λιώσει το σαπούνι, θα μαραίνεται ο καρφωμένος (: μαγεμένος), όταν λιώσει, θα πεθάνει. Όταν είναι στη θάλασσα πεταμένο, ο καρφωμένος θ' αργήσει να πεθάνει, γιατί και το σαπούνι αργεί να λιώσει.

Στο δρόμο πετούν κερί ή μουσταλευριά ή λουκούμι, και μελετούν (: αναφέρουν ονόματα), λένε, ας πούμε, ο τάδε να το βρει και να πεθάνει. Όποιος το πρωτοβρεί, πεθαίνει, ας είναι και μυρμήγκι, κ' εκείνο θα ψοφήσει. Όποιος το βρει, πρέπει να γυρίσει πίσω και να το μουντζώσει τρεις φορές. Όταν το ιδεί και άλλος ύστερα, δεν παθαίνει τίποτα. Ένας (: κάποιος) ερχόταν από το Φρι με τα βόδια. Στο Στένωμα η αγελάδα βρήκε ένα ποτήρι με νερό και το χτύπησε με το κέρατο και χύθηκε. Ώσπου να 'ρθει στο Πόλημια, ψόφησε η αγελάδα.
3. Μέλανα
α. Ο όνε τσαι οι αλεπούδε

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 398-399. © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Ένα νιά βοά έκι πλούσε, ύστερα εφτωχιάντζε. Έκ' έχου τσ̑' ένα όνε. Νιάν αμέρα εμπαΐτσ̑ε, ν̑' επέτσ̑ε τον όνε. -Α, όνε! Πρώτα 'μαϊ τσ̑ούντε πρεσσά κζ̌̌ίσα, πρεσσέ χόντι, ντ' έμα ταγίχου, τσ̑' εζού όα μέρα κρίε τσ̑αι ψάζ̌̌ι. Έδαρ' εφτωχιάγκαμε, λιγάτσ̑ι τσ̑' εζού, λιγάτσ̑ι τσ̑' εκιού. Ο όνε τσ' εμποίτσ̑ε; Νιάν αμέρα εφωνιάε τ' αφεγκικό; -Αφεγκικό -Τσ' έ' θέου τάχα; -Μπάε τάτσου. Εμπαΐτσ̑ε. -Έα να μι βάλερε το σεμάζ̌̌ι. Βάλε τσ̑αι του τζ̌̌ιχίλε τάνου, τσ̑αι βάλε τσ̑' ένα δέμα παρατάνου. -Μπα, σε καλέ σι, τσ' έ' θέου να νι βάλου το σεμάζ̌̌ι;

Σ' εβαλ̣ήτσ̑ε. Εφύντζε ο όνε, ετήνε εκιούβε. Ο όνε τσ' εμποίτσ̑ε; Ο όνε εζάτσ̑ε τσ̑' ετσαπροὓτ̔ε σε νιά φωλ̣ία από αλεπούδε, τ̔αν τσ̑έα τουρ αλεπούδε. Οι αλεπούδε τάσου ήγκι συγυζ̌̌ισκουμέν̇οι. Εμπαΐτσ̑ε νία τ̔ον πόρε. -Ου, μ' ότ̔ε μπαΐντε να 'ράτε π̔' εκάνε ένα μεζελίκο όρι χάμου; -Κιά; -Όρεγι, τ̔ον πόρε. -П̔ού να νι μπαΐσομε τάσου; -Κιά να νι μπαΐσερε, έτεν̇η θα έν̇ι ζωντανέ. -Γιά κάτσ̑ι νι τα νουρά σι. -Νά, ν̑' εκατσ̑ίκα, ψόιθερ έν̇ι. -Κάτσ̑ι νι τάν αβουτάνα σι. -Νά, ν̑' εκατσ̑ίκα, ψόιθε! -Έατ̔ε όλ̣οι, δεϊθείτε με του τζ̌̌ιχίλε, με το δέμα π̔' έκι πεζ̌̌ίσσε. Εδεΐτ̔αϊ. -Εδεΐτ̔ατε; -Εδεΐμαϊ. Νία όκι έχα κιά να δεϊθεί. -Κιά να δεϊθού εζού; -Ορί, δεΐσου οπά σε γκανιάν άκρα. -Έατ̔ε να νι τραβίτσομε τάσου έδαρι. Ότσ' ενιάτσ̑ε ο όνε π̔' εδεΐτ̔αϊ κα, ανεμούτ̔ε τάνου! Ανεμούτ̔ε τάνου, οι αλεπούδε όλ̣οι κρεμαστοί. Εζάι (= εζάτσ̑ε) τ̔αν τσ̑έα. Εζάι (= εζάτσ̑ε) τ̔αν τσ̑έα α α α, εγκαζ̌̌ίε ο όνε. Ενιάι (= ενιάτσ̑ε) το αφεγκικό. -Μα, κιά έκι έντεν' ο όνε, π̔' έν̇ι αγκαζ̌̌ίζου; -Αφεγκικό, άρ' το τσικούζ̌̌ι τσ̑' έα κάτου. Κιάσε σι νία νία τσ̑αι σκότου σι, τσ̑άι μπάλε τα τομάζ̌̌α, τσ̑αι το κρίε να ν̑' ανεμούερε τσ̑αι τα τομάζ̌̌α να σ' πουλ̣ήερε τ̔αν Αθήνα, να-ν-άρερε παράδε -ένταν' α Αθήνα σ' έν̇ι τσ̑ούα όα.

Αφηγήτρια η Θωμαή Κωστάκη, 88 χρονών (1972)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Ο γάιδαρος και οι αλεπούδες

Ένας μιά φορά ήταν πλούσιος, ύστερα φτώχυνε. Είχε κ' ένα γάιδαρο. Μιά μέρα βγήκε και είπε στο γάιδαρο. -Α, γάιδαρε! Πρώτα τρώγαμε πολύ κριθάρι, πολύ χόρτο, σ' ετάγιζα, κ' εγώ όλη (:κάθε) μέρα κρέας και ψάρι (έτρωγα). Τώρα φτωχύναμε, λίγο εγώ, λίγο κ' εσύ. Ο γάιδαρος τι έκανε; Μία μέρα φώναξε (σ)το αφεντικό του. -Αφεντικό! -Τι θέλει τάχα; -Έβγα έξω! Βγήκε. -Έλα να μου βάλεις το σαμάρι. Βάλε και τις τριχιές πάνω και βάλε κ' ένα σκοινί παραπάνω (: επί πλέον). -Μπα, σε καλό του, (για)τί θέλει να του βάλω το σαμάρι;

Τά 'βαλε. Έφυγε το γαϊδούρι, εκείνος κοιμήθηκε. Ο γάιδαρος τι έκανε; Ο γάιδαρος πήγε και ξαπλώθηκε σε μιά φωλιά από αλεπούδες, στο σπίτι των αλεπούδων. Οι αλεπούδες μέσα συγυρίζονταν. Βγήκε μία στην πόρτα. -Ου, μα δε βγαίνετε να ιδείτε που ήρθε ένας μεζεδάκος εδώ χάμω; -Πού; -Εδώ στην πόρτα! Πώς να τον μπάσομε μέσα; -Πού να τον μπάσεις; Αυτός θα είναι ζωντανός. Γιά δάγκασέ του την ουρά του! -Νά, τη δάγκασα, ψόφιος είναι. -Δάγκασέ του το αφτί του. -Νά, το δάγκασα, ψόφιος (είναι)! Ελάτε όλες με τις τριχιές, με το σκοινί που ήταν περίσσιο. Δέθηκαν. -Δεθήκατε; -Δεθήκαμε. Μιά δεν είχε πού να δεθεί. -Πού να δεθώ εγώ; -Νά, δέσου εκεί σε καμιάν άκρη. Ελάτε να τον τραβήξομε μέσα τώρα. Μόλις άκουσε ο γάιδαρος πως δέθηκαν καλά, πετάχτηκε επάνω! Πετάχτηκε επάνω, οι αλεπούδες όλες κρεμασμένες! Πήγε στο σπίτι. Πήγε στο σπίτι, α, α, α, γκάρισε ο γάιδαρος. Άκουσε το αφεντικό. -Μπα, πού ήταν αυτός ο γάιδαρος που γκαρίζει; -Αφεντικό, πάρε το τσεκούρι κ' έλα κάτω. Πιάσ' τες μιά μιά και σκότωσέ τες και βγάλε τα δέρματα, και το κρέας να το πετάξεις και τα δέρματα να τα πουλήσεις στην Αθήνα, να πάρεις χρήματα -αυτή η Αθήνα τα τρώει όλα!
β. Κουβέντε

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 401. © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Καούρ εκοκιάερε. Έα, κάτσα, κάτ̔ει ταν κουνία ντι οπά τ̔αν τσ̑αι κάτσα. Κιά έσα σάμερε; -Καού ντ' ερέκα. Κιά να έμα; Ορί, οπά πραγιανά έκι ζατέ ο υζέ μι, να' ράει του χούρε, τσ̑ι ν̑' ένι αντεχουμένα να μόλει, εζού έμα κ̔αμπατά να μαζού γκάνα βαστάζ̌̌ι να βάλου τ̔ο λουπάι. -Ε, τσε οράτσ̑ε; Ενάτ̔αϊ τα φαητά -Άφ' 'α μόλει, ντε, ακόνη ό 'κανε!

-Επ̔έρι έκι αού ο Νιχάλη οι κζ̌̌ίσε ενάτ̔αϊ, το φαέ έν̇ι ακόνη χωρέ, έν̇ι ίκ̔ουντα. Έκι ζατέ ο υζέ μι ν' ανεμούει τσ̑αι γκανιά απ̔αλία οπά τ̔ον τσ̑ήπο. Είνι ασπηδούντα τα καμπζία π̔' είνι έγγουντα οπά πραγιανά, τσ̑' είνι ποίντα έρμον κόσμο. Εκιάτσ̑ε κ̔άρα επέρσι ο αγκατέ τσ̑' εδάτσ̑ε. Ήγκι μπατοί τσ̑αι οι αιγίδε ταν ά' βοά τάσου, τσ̑ι δε νάμ' αφήκαϊ τσίπτα. Με του σ̆ίντε σ' εμπαλ̣ήκαϊ.

Αφηγήτρια η Θωμαή Κωστάκη (1970)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική

- Καλώς εκόπιασες! Έλα, κάθησε, τοποθέτησε τη στάμνα σου εκεί στην άκρη και κάθησε. Πού ήσουν σήμερα; - Καλώς σε βρήκα. Πού να ήμουν; Να, εκεί πέρα είχε πάει ο γιος μου, να ιδεί τα χωράφια και τον περιμένω να 'ρθει, εγώ είχα κατέβει να μαζέψω κανένα βλαστάρι να βάλψ στο τσουκάλι. - Ε, τι είδε; Έγιναν τα σιτάρια; - Άφησε να 'ρθει, δα, ακόμα δεν ήρθε! Χτές έλεγε ο Μιχάλης, τα κριθάρια ωρίμασαν, το σιτάρι είναι ακόμα χλωρό, κρατάει. Είχε πάει ο γιός μου να πετάξει και κανένα ασφάλαχτο εκεί στον κήπο. Πηδούν τα παιδιά που πηγαίνουν πέρα εκεί και κάνουν έρημον κόσμο (: ρημάζουν τον κόσμο). Έπιασε φωτιά πέρυσι ο φράχτης και κάηκε. Είχαν μπει και οι γίδες τις προάλλες (: πριν από μέρες) μέσα, και δεν μας άφησαν τίποτα. Με τις ρίζες τά 'βγαλαν.
4. Σαπουνακέικα
α. Κουβέντε

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 403 © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Έα, καώς το. Όν' όρεγι ο Γιάν̇η, έν̇ι ζατέ για χαρούπια. Ούνι έχουντα πρεσσά σάτσι, γκάνα δυρ αμέρε θα ζάν̇ι, θα σ' μαζούν̇ι. Εζού εκάνα όρεγι, όκι γκανένα τ̔αν τσ̑έα. Να ρωτήερε ό,τσ' έσ' τέου. Φαλαρίδα επέτσ̑ερε; Όχι, όνι έχα νιατέ, όνι ξέρα νι. Κιά 'ν̇ι θυτρούκ̔ουντα, κιά 'ν̇ι μπαΐντα, τ̔αν Παλιόχωρα; Όνι ξέρα νι. Τσι χόντι έν̇ι; Ογί τ̔ον Οζ̌̌όντα ακατούσε έν̇ι μπαΐντα; Άβα χόντα, άβα άχανα έμε μαζούκ̔ουντε. Μπιλιόρε, ζ̌̌οντζοί, αντζινάζ̌̌α, μακουνίλε, αγζ̌̌ορόιδικα, τσιτσούλια, έταϊ σ' ένι ξέρα, σ' έμε μαζούκ̔ουντε, σ' έμε τσ̆ούντε. […]

Αφηγήτρια η Σταματού Π. Κόκκινου, 86 χρονών (1986)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική

Έλα, καλώς τον. Δεν είναι εδώ ο Γιάννης, είναι πηγαιμένος για χαρούπια. Δεν έχουν πολλά φέτος, μιά δυό μέρες θα πάνε, θα τα μαζέψουν. Εγώ ήρθα εδώ, δεν ήταν κανένας στο σπίτι. Να ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Φαλαρίδα είπες; Όχι δεν το έχω ακούσει, δεν το ξέρω. Πού φυτρώνει, πού βγαίνει, στην Παλαιοχώρα; Δεν το ξέρω. Τι χόρτο είναι; Εδώ στον Οριόντα από κάτω βγαίνει; Άλλα χόρτα, άλλα λάχανα μαζεύομε. Μπιλιόρες, ζοχούς, αγκιναράκια, παπαρούνες, αγριορόδικα, τσιτσούλια, αυτά τα ξέρω, τα μαζεύομε, τα τρώμε.
5. Τυρός (στον νότο)
α. Α νύθη του παπά (αφήγηση)

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 407-408 © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Νιά φορά ήγκι τέσσερι αθοίνε, τσ̑αι οι γον̇ίε σου ήγκι πενατοί. Συνεννοήτ̔αι τα καμπζία να νι παντρέψωι ταν αϊθά. Ποί' να 'ι δούν̇ι; Νά 'ι δούν̇ι ένα παπαδόπουλε. N̑' επαντρεύαϊ, ν̑' εστεφανούκαϊ τσ̑' εκατσάτσ̑ε κ̔αμπόσε τσ̑αιρέ ο γαμπρέ τσ̑' (ύστερο) εξενιτεύτε, να ζάει να δουλέψει. Αραμάκαϊ ο παπά τσ̑αι α παπαϊδία τσ̑αι α νύθη. Ο παπά τσ̑αι α παπαϊδία ήγκι τσ̆ούντε, α νύθη έκι μπαΐνα τ̔ου τάτσου δουλ̣είε, ετήν̇οι ήγκι τσ̆ούντε, ούγκι αντεχουμέν̣οι. Ο παπά, ότσ' έκι αζίκα δύ' γουλ̣̇ίε (α νύθη), ο παπά, έκι προστσ̑υνού: Χοντάτε ο παπά, χοντάτα α παπαϊδία, χοντάτα μη χοντάτα α νύθη, τ̔αΐστε το τραπέζι.

Νιά βοά, από του τέσσερι αϊθοίνε ο ένα επέτσ̑ε, α' ζά' 'ράου τσ' έν̇ι ποία α αϊθά μι. Εζάτσ̑ε, εστρούκαϊ το τραπέζι, αρχινίε τα ίιδα ο παπά. Α νύιθη τσ̑αι ο αϊθή νησιτσ̑οί, ό προφτάκαϊ να φάν̇ι. Ο αϊθή ό 'πέτσ̑ε τσίπτα. Εζάτσ̑ε, ερέτσ̑ε τουρ άλ̣οι αϊθοίνε. -Τσ' έν̇ι ποία α αϊθά νάμου; -Καλύτερα να έκι λειπέγγα εστάπα παντζ̌̌εία. Έτενη ο ένα έκι σαν αφρέ, απλέ, επέτσ̑ε, θα ζά' να 'ράου τσ̑' εζού ταν αϊθά μι. Εζάτσ̑ε, ο παπά τα συνηθιστά. -Α, συμπέθερε παπά, αν εχοντάτσ̑ερε εκιού, ενεί ό χοντάκαμε! Φάε, αϊθά, φάε!

Εζάκαϊ να κιούψωι, ο παπά όκι φαητέ, ο αϊθή με ταν αϊθά εχοντάκαϊ. Ετ̔άτσ̑ε α παπαϊδία τα νιούτ̔α, εφκιάτσ̑ε ένα χωστροκόλιουρε, ν̑' εβαλ̣ήτσ̑ε τ̔αν ικ̔άρα, ετ̔άτσ̑ε ο παλαβό. ‑Συμπεθέρα, εκαρδιά, να σ̆ονιστού τ̔αν ικ̔άρα. Συμπεθέρα, οπά τ̔α χώρα έμ' έχουντε νιά χούρα τσ̑' έμε θέντε να νι μεζ̌̌άτσομε. Ο ένα έ' θέου έτρου, ο άλλε έτρου, ν̑' εμποίτσ̑ε το χωστροκόλιουρε ένα με τα σποΐα.

Ετ̔άτσ̑ε α παπαδία τσ̑' εζάτσ̑ε τ̔ον παπά δίχως το χωστροκόλιουρε. Όκι μπορούα να κιούψει. -Έτ̔α τσ̑αι βράσε δύ' π̔ίιτα, ν̑' επέτσ̑ε ο παπά. Εζάτσ̑ε, εβαλ̣ήτσ̑ε το τέντζερε, ανεμούτ̔ε πάλι ο παλαβό. -Ετ̔άτσ̑ερε, συμπέθερε; Ετ̔άκα τσ̑' εζού, όι μπορού να κιούψου. -Εβαλ̣ήκα λιγάτσ̑ι ύο να ξεθρεμού. Ετήνε εκιάτσ̑ε κάτσι ψύλ̣οι, σ' ανεμούτσ̑ε τάσ' το τέντζερε. Τσι να κει α παπαϊδία; Ερέτσ̑ε τα τσουράπια, τάσου. -Ψύλ̣οι έτ̔' έχουντε, ψείρε έτ̔' έχουντε, θ' απρού τα τσουράπια τάσου, αφού θα κ̔σ̆ύσερε. Τσι να κει ο παπά; Έκ' έχου τσ̑ήπο τάτσου, να ζά' να μαζούμε γκάνα γουλί. Για να μη ν̑' οράει ο παλαβό, εβαλ̣ήτσ̑ε τον σεμάρι του όνου τάνου σι. Ανεμούτ̔ε ο παλαβό, εμπαΐτσ̑ε ταν το σεμάζι τσ̑αι ντίου τον παπά. -Να, άκλερε, π̔' εφαήτσ̑ερε τα γουλία του παπά!

-Βρε, εζού ένι, βογητέ: Εμπάΐτσ̑' α παπαϊδία, ο παλαβό έκ' έχου μπαλ̣ητά τα σανία, εγκρενίστε α παπαϊδία, εβαλ̣ήτσ̑ε του φωνέ. Κουίζου ο παπά, κουίζα α παπαϊδία! Ύστερα, φάε, νύθη, φάε, μη μόλει ο παλαβό!

Από τότ̔ε εκιμάκαϊ τσ̑αι τουρ άλ̣οι νυφάδε!

Αφηγήτρια η Μαριγώ Παρασκευά, 80 χρονών (1980)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Η νύφη του παπά

Μιά φορά ήταν τέσσερις αδερφοί, και οι γονιοί τους ήταν πεθαμένοι. Συννενοήθηκαν τα παιδιά να την παντρέψουν την αδερφή. Ποιον να της δώσουν; Να της δώσουν ένα παπαδόπουλο. Την πάντρεψαν, τη στεφάνωσαν κ' έκατσε καμπόσον καιρό ο γαμπρός και (κατόπιν) ξενιτεύτηκε, να πάει να δουλέψει. Έμειναν ο παπάς και η παπαδιά και η νύφη. Ο παπάς και η παπαδιά έτρωγαν, η νύφη έβγαινε στις έξω δουλειές, εκείνοι έτρωγαν, δεν (την) περίμεναν. Ο παπάς, μόλις έπαιρνε (η νύφη) δυο γουλιές, ο παπάς προσκυνούσε: Χορτάτος ο παπάς, χορτάτη η παπαδιά, χορτάτη μη χορτάτη η νύφη, σηκώστε το τραπέζι.

Μιά φορά, από τους τέσσερις αδερφούς ο ένας είπε, ας πά' να ιδώ τι κάνει η αδερφή μου. Πήγε, έστρωσαν το τραπέζι, άρχισε τα ίδια ο παπάς. Η νύφη και ο αδερφός νηστικοί, δεν πρόφτασαν να φάνε. Ο αδερφός δεν είπε τίποτα. Πήγε, βρήκε τους άλλους αδερφούς. -Τι κάνει η αδερφή μας; -Καλύτερα να έλειπε τέτοια παντρειά. Εκείνος ο ένας ήταν σαν ελαφρός, απλός, είπε θα πάω να ιδώ κ' εγώ την αδερφή μου. Πήγε, ο παπάς τα συνηθισμένα. -Α, συμπέθερε παπά, αν χόρτασες εσύ, εμείς δεν χορτάσαμε. Φάε, αδερφή, φάε.

Πήγαν να κοιμηθούν, ο παπάς δεν ήταν φαγωμένος (: δεν είχε φάει), ο αδερφός με την αδερφή χόρτασαν. Σηκώθηκε η παπαδιά τη νύχτα, έφτιαξε ένα χωστροκούλουρο, τό 'βαλε στη φωτιά, σηκώθηκε ο παλαβός. -Συμπεθέρα, κρύωσα, να ζεσταθώ στη φωτιά. Συμπεθέρα, εκεί στο χωριό έχομε ένα χωράφι και θέλομε να το μοιράσομε. Ο ένας θέλει έτσι, ο άλλος έτσι, τό 'κανε το χωστροκούλουρο (ανακατεύοντάς το) ένα με τη στάχτη.

Σηκώθηκε η παπαδιά και πήγε στον παπά χωρίς το χωστροκούλουρο. Δε μπορούσε να κοιμηθεί. -Σήκω και βράσε δυό χυλοπίτες, της είπε ο παπάς. Πήγε, έβαλε τον τέντζερη, πετάχτηκε πάλι ο παλαβός. -Σηκώθηκες, συμπέθερε; Σηκώθηκα κ' εγώ, δε μπορώ να κοιμηθώ. -Έβαλα λιγάκι νερό να ξεθρεμίσω (τα πιάτα, είπε ψέματα η παπαδιά). Εκείνος έπιασε κάτι ψύλλους, τους πέταξε μέσα στον τέντζερη.

Τι να κάνει η παπαδιά; Βρήκε (ο τρελός) τις κάλτσες, μέσα. -Ψύλλους έχετε, ψείρες έχετε, θ' απλώσω τις κάλτσες μέσα, αφού θα πλύνεις.

Τι να κάνει ο παπάς; Είχε κήπο έξω, να πά' να μαζέψομε κανένα γουλί. Για να μην τον ιδεί ο παλαβός, έβαλε το σαμάρι του γαϊδάρου πάνω του. Πετάχτηκε ο παλαβός, ανέβηκε πάνω στο σαμάρι και χτυπώντας τον παπά! -Να, αναθεματισμένο, που έφαγες τα γουλιά του παπά!

-Βρε, εγώ είμαι, ευλογημένε! Βγήκε η παπαδιά, ο παλαβός είχε βγάλει τη σανίδα, γκρεμίστηκε η παπαδιά, έβαλε τις φωνές. Σκούζοντας ο παπάς, σκούζοντας η παπαδιά! Έπειτα, φάε νύφη, φάε μήπως έρθει ο παλαβός!

Από τότε τίμησαν και τις άλλες νύφες.
6. Πραστός, Άγιος Ανδρέας Καστάνιτσα, Σίταινα
α. Χιόνα (αφήγηση, Σίταινα)

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 416. © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Άμα 'ν̇ι χιόνα, τασ' τι τσ̑έλε έμε κασημέντε, κιά να ζάμε. Κάλα ταν ικ̔άρα, πρίνου, ελάτου, από ούλα τα δέντζ̌̌α έμ' έχουντε. T̔ο τζ̌̌άκι έμε κασημέντε. Βάντε τσ̑αι ταν κατσαρόλα τάνου τσ̑αι μαγερέγγουντε. Τάν' τα κ̔ιάνα ν̑' έμε βάντε, κιά να νι βάλομε; Εμεί έμε λαλούντε τσουκάλι, εμού έτ̔ε λαλούντε λουπάι. Με ταν κουτάλα ν̑' έμε ανακατούκ̔ουντε. Μύσ̆α έμε λαλούντε τα μιτσά, έτραν̇η π̔' έμε τσ̆ούντε, κουτάλα έμε λαλούντε ταν ατσ̆ά. Τσ̑αι πιρούνια έμ' έχουντε, π̔ού όμ' έχουντε! Από ούλα έμ' έχουντε. Τσ̑αι λάχανα τσ̑αι φασούλια τσ̑αι μπατάτε, από ούλα. Λάχανα από το σ̆ίνα, ραδίτσ̑α, γουβάτσ̑α με τσ̑ίτρινα λαλούδια, βάρσαμο, μύρισμα, λάπασε, μυρώνια -κ̔άντζικα ν̑' έτ̔ε λαλούντε- στρούφιλα έμε μαζούκ̔ουντε.

Ούλ̣οι όντου σ' έμε λαλούντε, άλλα ονούματα ούνι έχουντε. Από ούλα 'ν' έχουντα, ελ̣ίε, δέντζ̌̌α, από ούλα. Τσ̑αι ελ̣ίε έμ' έχουντε. Ναι, από λίγοι, από πέντε, δέκα ο καθένα. Ελάτου, τσ̑έντρα, κουμαρίε, τσιμντάνου, γλαντινίε, μέλαγο.

Αφηγήτρια η Ουρανία Πολυμενάκου, 65 χρονών (1979)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Χιόνι

Όταν είναι χιόνι, μέσα στα σπίτια καθόμαστε, πού να πάμε; Ξύλα στη φωτιά, πρίνους, έλατα, απ' όλα τα δέντρα έχομε. Στο τζάκι καθόμαστε. Βάζομε και την κατσαρόλα πάνω και μεγειρεύομε. Πάνω στη σιδεροστιά τη βάζομε, πού να τη βάλομε! Εμείς λέμε τσουκάλι, εσείς λέτε λουπάι (: τσουκάλι). Με την κουτάλα το ανακατεύομε. Μύσ̆α (: κουτάλι) λέμε τη μικρή, εκείνη με την οποία τρώμε, κουτάλα λέμε τη μεγάλη. Και πιρούνια έχομε, πώς δεν έχομε! Απ' όλα έχομε. Και λάχανα και φασόλια και πατάτα, απ' όλα. Λάχανα από το βουνό, ραδίκια, γουβάκια με κίτρινα λουλούδια, βάρσαμο, μύρισμα, λάπαθο, μυρώνια -σκάνδικα τη λέτε- στρούφιλα μαζεύομε.

Όλα δόντια τα λέμε, άλλα ονόματα δεν έχουν. Απ' όλα έχει, ελιές, δέντρα, από όλα. Και ελιές έχομε. Ναι, από λίγες, από πέντε, δέκα ο καθένας. Έλατα, κέδρα, κουμαριές, σφοντάμια, γλαντινιές, μέλαγο.
β. Α εφτακαρβελού (αφήγηση, Καστάνιτσα)

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 414. © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------

Ήγκι δύ' κολέγοιδε, ήγκ' έγγουντε ταν Αράχοβα, τσ̑' εκατσάκαϊ τα βρύση. Ορπαρί λοιπόν, πίντε ύο, ήγκ' έχουντε τσ̑αι άντε παρτέ μαζί, πε ν̑' οράτσ̑ε από κιά ήγκιαϊ, παλαιοί ήγκι, εζάκαϊ οπά, εκατσάκαϊ χάμου, ένα άντε, δύ' άντοι, τσ̑αι πίντε τσ̑αι ύο, 'φαήκαϊ εφτά άντοι. Τσ̑' από τότ̔ενε ν̑' ονομάνε τα βρύση Εφτακαρβελού. Το ύο έκι χωνευκικό, εφαήκαϊ εφτά άντοι. Τσ̑αι ελ̣ίε τσ̑αι κρέμμου τσ̑αι φουσκούνια, οπά π̔' είνι έχουντα οπά τα ύο.

Αφηγητής ο Σωτήρης Μαργέλος, 75 χρονών (1981)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Η εφτακαρβελού

Ήταν δυο φίλοι, πήγαιναν στην Αράχοβα, κι εκάθησαν στη βρύση. Εκειδά λοιπόν, πίνοντας νερό, είχαν και ψωμί πάρει μαζί, ποιός το είδε από πού ήταν, παλαιοί ήταν, επήγαν εκεί, εκάθησαν κάτω, ένα ψωμί, δύο ψωμιά, και πίνοντας και νερό, έφαγαν εφτά ψωμιά!

Και από τότε την ονόμασαν τη βρύση Εφτακαρβελού. Το νερό ήταν χωνευτικό, έφαγαν εφτά ψωμιά. Και ελιές και κρεμμύδι και φουσκούνια (είδος χόρτου), εκεί που υπάρχουν εκεί στο νερό.
Β. Προποντίδα
1. Βάτκα
α. Το φεγγάρ' στο πηγάδι

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 420 © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------

Άα μία βοά, παλ' στο χωρίο ναμ', έχαμ' στα μεσά στο χωρίο ένα πηγάδι. Μεσάρε 'τανι λέτ'. Λιγάτσ̑ι τ' αργά πάε μία γουναίκα να βγάλει νερέ, χρειάστε, 'πο τήντα το πηγάδε όο το χωριανοί βγάζντε 'τάνι νερέ τσ̑αι ποτίζντε ' ταν τα ζά σι. Τρανά πη τα σκύβα να βγάλει νερέ, θωράτσ̑' απά' στο νερέ γυαλίζντα το φεγγάρ', ήτανι ξεστερέα. Βγαλέτσ̑' το φωνέ. - Ε, χωριανοί, εάτ' να θωράτ', το φεγγάρ' καφτώτσ̑' απέσ' το πηγάδ'! Μαζώταϊ οι χωριανοί, τσά 'ου να νι βγάλωι το φεγγάρ'; Λέω ο γνωστικότερε. - Τρεχάτ', βρε καβγία, πάρτε μια άγκουρα -ήταν̑' 'τσ̑ά κοντά α θάασσα, ήταν̑' τσ̑αι βάρτσε τραβηγμέν' στα στερέα. Αρπάτσ̑' το παλικάρ' μα̈ άγκουρα, με τα χοντρά τα τριχέα, παίν' στο πηγάδ', πάτσ̑ε νι ο γνωστικότερε, σαβουρτώτσ̑ε νι απέσ' το νερέ, α άγκουρα πλιάστε από μα̈ πέτρα τσ̑αί δε 'ταϊ πορότ' να νι τραβίτσωι. Τραβάτ' τραβάτ', φωνιάκσϊ αρμαθιαστά καμία τριανταρέα. 'Τσ̑ιά πη 'τα τραβότ', κόφτε α τριχέα, καφτώκαϊ όλ' τ' ανάσκεοα, ποό χτυπήκαϊ. Ο ένα πη ήτανι ανάσκεα θωράτσ̑' τον ανήφορε. -Α, να πη ν̑' πετάκαμ' πάλι στον ουρανέ!

Αφηγητής ο Ι. Γ. Παπαδόπουλος, 70 χρονών (1965)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική

Άλλη μια φορά, πάλι στο χωριό μας, είχαμε στη μέση στο χωριό ένα πηγάδι. Μεσάρε το λέγαν. Λιγάκι το βράδυ πήγε μια γυναίκα να βγάλει νερό, χρειάστηκε, από κείνο το πηγάδι όλοι οι χωριανοί έβγαζαν νερό και πότιζαν τα ζώα τους. Έτσι που έσκυβε να βγάλει νερό, είδε πάνω στο νερό να γυαλίζει το φεγγάρι, ήταν ξαστεριά. Έβγαλε τις φωνές. - Ε, χωριανοί, ελάτε να δείτε, το φεγγάρι έπεσε μέσα στο πηγάδι! Μαζεύτηκαν οι χωριανοί, πώς να βγάλουν το φεγγάρι; Λέει ο γνωστικότερος. -Τρέξετε, βρε παιδιά, πάρτε μιαν άγκυρα -ήταν εκεί κοντά η θάλασσα, ήταν και βάρκες τραβηγμένες στη στεριά. Άρπαξε το παλικάρι μιαν άγκυρα, με τη χοντρή την τριχιά, πάει στο πηγάδι, την πήρε ο γνωστικότερος, την έριξε μέσα στο νερό, η άγκυρα πιάστηκε από μια πέτρα και δεν μπορούσαν να την τραβήξουν. - Τραβάτε, τραβάτε, φώναξαν μαζί καμιά τριανταριά. Εκεί που τραβούσαν, κόπηκε η τριχιά, πέσαν όλοι ανάσκελα, πολλοί χτύπησαν. Ό ένας που ήταν ανάσκελα, κοίταξε προς τον ανήφορο. - Α, να που το πετάξαμε πάλι στον ουρανό!
β. Οι κουτσ̆αρδόδε

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 420-421 © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Αμπρέστα, πριν να μολ' τα Φώτα, στα σ̆πίτα̈ όλ' στο παντζάδε βάζντε 'τάνι π̔αλιούρα̈, για να μη κατεβάωι οι κουτσ̆αρδοί, ως να φωτιστώι τα νερά. Όταν εθέβαμ' να βγάμ' απέξ', άναβαμ' διαδί, φωτία, τσ̑αι έγβαιναμ' απέξ', φοζόμνοι 'τάνι, από τα φωτία τσ̑αι δε 'τα μόλτε κοντά.

Άμα 'τα τ' βρίσκοτ' δίχως φωτία τσ̑αι δεν έχ' στο χέρε τ' τίπταγκα, μπαίντε 'τάνι στα ράχη τ' τσ̑αι γυρίζντε 'ταν ως να φωνιάτσωι οι πετεινοί. Άμα' τα φωνιάζντε οι πετεινοί, τότ' αφήντε 'ταν τσ̑αι φεύντε 'τάνι.

Αφηγήτρια η Φωτεινή Νένογλου, 80 χρονών (1954)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική

Μπροστά, πριν να 'ρθει των Φώτων, στα σπίτια όλα, στις καπνοδόχες έβαζαν παλιούρια (αγκαθωτούς θάμνους), για να μην κατέβουν οι καλικάντζαροι, ώσπου να φωτιστούν τα νερά.

Όταν θέλαμε να βγούμε έξω (από το σπίτι), ανάβαμε δαδί, φωτιά, και βγαίναμε έξω, φοβούνταν (οι καλικάντζαροι) από τη φωτιά και δεν έρχονταν κοντά. Όταν σ' έβρισκαν χωρίς φωτιά και δεν είχες στο χάρι σου τίποτα, ανέβαιναν στη ράχη σου και γύριζαν, ώσπου να φωνάξουν οι πετεινοί. Όταν εφώναζαν οι πετεινοί, τότε (σε) άφηναν κ' έφευγαν.
2. Χαβουτσί
α. Ο άθρεπο πη χατσ' το γάιδαρεσ'

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ.425. © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Μα̈ φολά ένα χακώ 'ταρ το γάιδαρε σ' τσ̑αι γυρεύγω 'ταρ το γάιδαρε τσ̑αι δε 'τα μπορώ ν̑' βρέσ'. 'Ποπάν' 'πο το χωρίο έντα 'τάνι μα̈ κορφά ψηλά τσ̑αι πααίνω 'ταρ σ' ετήνα ταν κορφά 'ποπίσ', να θωράει για το γάιδαρε, για νι βρέσ'. Στα στράτα πη 'τα πααίν, τραγουδώ 'ταρ. Σταυρωκώ 'ταρ ένα χωρα̈νέ σ' στα στράτα, τηνερί τραγουδώ 'ταρ.

Ρωτηκώ 'τα νι ο χωρα̈νέ σι, ψα 'σα πααίν'; -Χάκα το γάιδαρε τσ̑αι πααινόμνε να βρέσ' το γάιδαρε. -Εμ' τούνε τραγουδώ 'σα, τσα 'σα τραγουδώ, αφού 'σα χακώ το γάιδαρε; -'Πό τηανί ταν κορφά 'ποπίσ' έχω 'μα υποψία νι βρέσ' το γάιδαρε, για τήνο 'μα τραγουδώ. Τσ̑' άμα δε 'ι βρέσ' το γάιδαρε τσ̑αι γυρίσ' απ̔ίσ', τότε θα θωράει τσα λ' 'μα κράου, τσα κράματα, τσα κράψιμο 'μα φτα̈́σ'.

Αφηγητής ο Ν. Καραλιώτης, 80 χρονών (1960)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Ο άνθρωπος που έχασε τον γάιδαρό του

Μια φορά ένας έχασε το γάιδαρό του και ζητούσε το γάιδαρο και δεν μπορούσε να τον βρει. Πάνω από το χωριό ήταν μια κορφή ψηλή κ' επήγαινε σ' εκείνη την κορφή αποπίσω, να ιδεί για το γάιδαρο, για να τον βρει. Στο δρόμο που πήγαινε, τραγουδούσε. Αντάμωσε ένα συχωριανό του στο δρόμο, εκείνος τραγουδούσε.

Τον ρώτησε ο συχωριανός του: -Πού πας; -Έχασα το γάιδαρο και πηγαίνω να βρω το γάιδαρο. -Αμή εσύ τραγουδάς, τι τραγουδάς, αφού έχασες το γάιδαρο; -Από 'κείνη την κορφή πίσω έχω υποψία να βρω το γάιδαρο, γι' αυτό τραγουδώ. Και όταν δεν τον βρω το γάιδαρο και γυρίσω πίσω, τότε θα ιδείς τι λογής θα κλάψω, τι κλάματα, τι κλάψιμο θα κάνω.
β. Ο Χότζα για το γουναίτσε

Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 424 © Ακαδημία Αθηνών


------------------------------------------------------------


Ένα θέλω 'ταρ να παντρευτεί τσ̑αι παγώ 'ταρ στο Ναστραντίν χότζα το παππού σ' να ρωτήσ' νι ν̑' δώσ' γνώσ'. Ο παππού σ' πεκώ 'τα ν̑'. -Παν' σ' ετήν' το καβγί τσ̑αι ρώτα νι. Το καβγί παιζ'ντα 'ταν με το άλογο σ'. Το καβγί ήταρ ο Χότζα. Το καβγί ρώτητσ̑ε. -Τσα 'σα θέλ'; -Ο παππού τ' σάτσε μ' σ' ετίο, θέλου 'μα να παντρευτώ τσ̑αι 'κανα να μ' δώσ' γνώσ'. -Άμα παρ' κορασούλι, ξέρω 'σα τούνε. Άμα πάρ' χήρα, ξέρα τσ̑αι τήνα τσ̑αι τούνε. Άμα παρ' ζωντοχήρα…, Το καβγί χτυπήτσ̑' τ' άλογο σ' τσ̑αι φύτσ̑'.

Φωνιάτσ̑ε ν̑' ο παππού τον άθρεπο τσ̑αι ρωτήτσ̑ε ν̑': - Τσα τ' πέτσ̑'; Το καβγί, πέτσ̑ι ν̑'. - Ο άθρωπο τίπτακα δε μ' λαήτσ̑'. - Οχ', κάτ' θα τ' πέτσ̑'. Ύστερα φωνιάτσ̑' το καβγί ο παππού σ' τσ̑αι ρωτήτσ̑ε νι, τσα τ' πέτσ̑' ο άθρεπο; - Πέτσ̑ε μ' πη 'ν' θέλ' να παντρευτεί, τσ̑αι ρωτήτσ̑ε μ' τσα γουναίκα να πάρ', τσ̑' εγώνε πέκα ν̑', άμα παρ' κορασ̆ούλι, ξέρω 'σα τούνε, άμα πάρ' χήρα, ξέρα τσ̑αι τήνα τσ̑αι τούνε. Τσ̑αι άμα παρ' ζωντοχήρα, χτυπήκα το άλογό μ' τσ̑αι φύκα. Τσ̑αι τηνερί θα ν̑' αφήσ', τσα λ' αφήτσ̑ε τον πρώτε, τσ̑' ετίο.

Αφηγητής ο Ι. Κωστής (1970)
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική

Κάποιος ήθελε να παντρευτεί και πήγε στου Ναστραδίν Χότζα τον παππού του να ρωτήσει, να του δώσει συμβουλή. Ο παππούς του του είπε: -Πήγαινε σ' εκείνο το παιδί και ρώτησέ το. Το παιδί έπαιζε με το άλογό του. Το παιδί ήταν ο Χότζας. Το παιδί (τον) ρώτησε. - Τι θέλεις; - Ο παππούς μ' έστειλε σ' εσένα, θέλω να παντρευτώ, και ήρθα να μου δώσεις συμβουλή. - Άμα πάρεις κορίτσι, (είπε ο Χότζας), ξέρεις εσύ (τι να κάνεις)! Άμα πάρεις χήρα, ξέρει κ' εκείνη κ' εσύ. Άμα πάρεις ζωντοχήρα… Το παιδί χτύπησε το άλογό του κ' έφυγε.

Τον φώναξε ο παππούς τον άνθρωπο και τον ρώτησε. - Τι σου είπε; Το παιδί, του είπε. - Ο άνθρωπος τίποτα δεν μου είπε. -Όχι, κάτι θα σου είπε! Ύστερα φώναξε το παιδί ο παππούς του και το ρώτησε: -Τι σου είπε (εκείνος) ο άνθρωπος; -Μου είπε πως θέλει να παντρευτεί και με ρώτησε τι γυναίκα να πάρει, κ' εγώ του είπα, άμα πάρεις κορίτσι, ξέρεις εσύ, άμα πάρεις χήρα, ξέρει κ' εκείνη κ' εσύ. Και άμα πάρεις ζωντοχήρα, χτύπησα το άλογό μου και έφυγα: Κ' εκείνον θα τον αφήσει, όπως άφησε τον πρώτο, (θ' αφήσει) κ' εσένα.


------------------------------------------------------------


https://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:PdnPjZnjkaYJ:https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/studies/dialects/thema_b_12/texts.html+&cd=1&hl=el&ct=clnk&gl=gr

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Spoken Arvanitika

The video below depicts some elderly Arvanites speaking their mother tongue, which is about to become extinct. Arvanitika is spoken or understood by less than 50.000 Greeks (about 0.5% of the total population), most of which are elderly or middle-aged.

The main reason why Arvanitika is no longer widely spoken (even though during the 19th century the percentage of Arvanites in Greece was as high as 10%) is the stark Greek patriotic, if not nationalist, sentiment that has always characterized Arvanites. It led them to abandon their non-Greek tongue for to assimilate to the Greek society.

Arvanitika is an Illyrian language, closely related to Tosk Albanian, and most Tosk Albanians would not have a tough time conversing with Arvanites. Arvanitika is spoken with a near-Greek accent, and even though the grammar and the syntax are purely Albanian, the vocabulary is a mixture of Albanian and Greek words. As far as the writer is concerned, several of the Albanian words used by the Arvanites are considered archaic Albanian and are rarely or no longer in use by modern Albanians.

Even though Arvanites stem from medieval Illyrian* settlers of Greece, they have always identified themselves as Greeks -something undeniable given that a nation is a sociopolitical entity. In most parts of Greece they have intermixed with Greeks so extensively that it is extremely rare to find an Arvaniti who doesn't have partial Greek ancestry.






*Albanians did not exist as a distinct nation before the 19th century.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
The video does not belong to the owner of the blog, and if the ones depicted or anyone who has the copyright wants it removed, may contact the owner via gmail (malandrakisgeo) or in the comment section below.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Τα πλουμιά απου ξωμπλιάζω (Κρητική διάλεκτος)

Από το βιβλίο "Ροζοναρίσματα", με κείμενα του Μιλτιάδη Βαρδάκη-Μαδαρίτη

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ένας χρόνος γίνεται εδά απού εβγήκε πρώτη βολά η γ' "ΑΛΗΘΕΙΑ". Χαρμόσυνο το συναπάντημα, και καλό σημάδι για το λαό.

Εβοηθήξανε, ως εμπόρουν οι χωριάτες κι' οι φτωχοί για να βγει παλληκάρι και να βγαίνει απού δα κι ομπρός δυο βολές την εβδομάδα. Κι ως πάνε τα πράγματα γρήγορες θα γενεί και καθημερνιάτικη.

Εμπεγιέτισε ο λαός την εφημερίδα του και εστερεψέτηνε στην μέσαν άκρα τση καρδιάς του.

Αφουγκραστήκανε οι φτωχοί το χτύπο τση καρδιάς τωνε από την εφημερίδα ευτήνη να -Ακούστηκε το δίκιο τωνε και μπάλες τση καταστροφής είτονε τα γραφτά τση, για τση παθούς του λαού και τση πατρίδος.

Ένα χρόνο ροζονάρω και εγώ από το καντόνι ετουτονέ τσ'"ΑΛΗΘΕΙΑΣ".

Μα για να πούμε και την αλήθεια έγραψα κάμποσα ροζοναρίσματα απούχανε λεζέτι μα τα πλια τωνε με διάλε το κουκί τ'αλάτσι.

Ας είναι καλά όμως οι αναγνώστες μου, ποτές τωνε δεν μου δείξανε μούρη μούρη κι ας με μοτσερ ε καθα βολά ο διευθυντής. Σαν η γ'ώρα το καλεί επειδής τόχω βάρος, θα ξεκαθαριστώ ως καθαρίζεται κιαείς ομπρός στα κονίσματα όντε τονε μπλέξουνε άδικα για κλεψιά γ ή φονικό. Κι ω, το κατέει πάσα γ εις το κόμμα πούμε γραμένος, κόνισμα λογαριάζει το λαός.

Εφωνιάξανέ με κι εμένα, και είπα μου να γράψω. Είπα τωνε κι εγώ:
-Καλά το κατέτε μωρέ κοπέλλια πως είμαι σανικίς αγράμματος; Ίντα γυρεύετε το λοιπός από μένα ετσά δουλειά;
Κατέμετο γερο Μαδαρίτη, μα ξοργούτου θέλομε τον απατό σου για να γροικάται απού την εφημερίδα μας κι η γλώσσα που μιλούσαν οι παλιοί μας και που μιλιέται ακόμης στση ψηλάδες.
-Ε! σαν ει τζα να σας σε γράψω, των είπα
Ομπανέ τώπα τση γρες μου. Μπεσπειλί κι είπα πως θα με καταλήσει.

-Λόμπις εκουζουλάθηκες εδά στα γεραθιά σου; μου λέει. Δε θωρείς το χάλι μας; Δεν ξανοίγεις το παντέρημό σου; Ντα ως οψές, μας είχε στη μπούκα του τουφεκιού ο νωματάρχης. Να κάτεχες μπάρε μου μια αράδα γράμματα, καϋμός δεν είτονε. Εξέχασες μωρέ ανατζούμπαλε, στην άλλης απού δεν είχε ψάλτη ο παπάς είπε σου να τον αϊδάρης, τα χάχαρα που κάμανε οι χωριανοί, απού διάβαζες σαν το μιτσό κοπέλλι όντε πρωτοπάει στο σκολείο; Κι'ίντα, τα λουτουργοχάρθια απούναι τα γράμματά τωνε σαν τα πετροκάρυδα. Και θέλεις μωρέ να γενείς κι' εφημεριδογράφος; Δεν τόνιωσες, μωρέ λάλαρη πως σε πήρανε στο μασκαραλίκι; Εγώ μάτοι, ε; δεν θαν' έχω μπλιό μούρη να πορίσω. Πολλά το φοβούμαι μπιλέ μου, πως στην υστεριά θα μασε βγάλουμε και ρίμες. Οϊ τάξε μου κι ανέ προβάλουνε όθεν το χωριό μας ετουτηνά που σ'απανοβάλανε, σκλάβα στη Μπαρμπαριά να με πουλήσουνε κιαδέ τση σφίξω με τση τσουρδάλες.

Δεν τση συνορίστηκα άφηκά τωνε και βαταλάλιε ως τη βαθέ νύχτα.
Σκοτεινά, σκοτεινά που έγκαψαγια το χειμαδιό, έβαλα στο σακκούλι μου χαρτί και μολυβδοκόντυλο που μούχανε δοσμένο.

Κι ως οι γ'αίγες είτονε γεννημένες κι' κι είχαν τα ρίφια τωνε στα σπηλιάρια δεν εμεταξεσέρνανε απού το χειμαδιό, για να μπούνε σε ζημιά. Έβαλα το λοιπός κι εγώ μια σιαδερή πλακούρα στα γόνατά μου κι έγραψα το πρώτο μου ροζονάρισμα.

Ως τωπα και παραπάνω δεν εχω παράπονο με τσ' αναγνώστες μου. Καϊρέτι μου δίνανε μπιλέ μου. Περί του απού τη χώρα και την Αθήνα άνθρωποι π'αγαπούνε το λαός και τη γλώσσαν του. Κι εμηνούσανέ μου: Άντε γέρο Μαδαρίτη, κι α δε κάνουν οι μ'ασφεντηλιές μεσοδάκια, κάνουν μπάρεμου* πλουμιά.

Ετσά μιας λοής πλουμιά ξωμπλιάζω κι εγώ στην Αλήθεια. Θωρώ το πως δεν το πιδεξεύομαι, μ'απατοί σας θα κρίνετε αν ειν' καλιά να ξανοίξω το παντερημο μου απου πε κι η γρα μου.

------------------------------
*Το μπάρεμου (=τουλάχιστον) στο κείμενο ήταν γραμμένο ως δυο λέξεις ("μπάρε μου")

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Στα Κρητικά τα χώματα Σαρακηνοί κουρσάροι (Κρητική διάλεκτος)

Κρητικό ποιημα όπως βρέθηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ. Σε περίπτωση που το αναφερόμενο e-mail ανήκει σε εκείνον που απλά ανέλαβε το γλωσσάρι και όχι στον συγγραφέα, κάθε πληροφορία για τον τελευταίο θα ήταν χρήσιμη.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Δ΄. Ο Νικηφόρος ο Φωκάς λευτερωτής τση Κρήτης

Τη γ-Κρήτη ΄Αραβες πατούν εδά κι ένα αιώνα
κι είντα πως το Βυζάντιο αρχίνηξε αγώνα.
Πολλές βολές απόφαση για να τσι διώξει παίρνει
μ’ όνειρα πάει στο νησί και μ’ όνειρα γιαγέρνει.
Πολλές βολές εξάμωσε το μπέτη των Αράβω
να μη γροικά γα το νησί πως είν’ακόμη σκλάβο.
Ώσαμ’ εδά κιαμιά βολά δε γέλασε η νίκη
στο ν-τράφο τζη δε χτίσανε μούδε μικιό χαλίκι.
Καλά καλός θα ’ναι κειοσάς που από ’δά και πέρα
θα πει να ξανασκώσουνε στσ’ Αραβοκρήτες χέρα.
Του Βυζαντίου ο ντουχιουλμές τση Κρήτης τ’ απορπίζει
μα και σε χέρια αραβικά να ’ναι δε γιακιστίζει.
Αποκοθιά βυζαντινή βάνει ομπρός το μπέτη
μπας και στη γ-Κρήτη λευτεριάς να κάμει το ραέτι.
Στο θρόνο το βυζαντινό ακάτεχο κοπέλι
ο Ρωμανός ο δεύτερος(Β΄) άδειο βαστά σκουτέλι.
Τ’ όνομα τ’ αυτοκράτορα ο Ρωμανός δα πάρει
μα ο «παρακοιμώμενος» ο Βρίγγας κουμαντάρει.
Ο Βρίγγας νιας επίθεσης το σκέδιο λογιάζει
και ποιος θα ν-είν’ ο αρχηγός ο Ιωσήφ ξομπλιάζει.
Συμβούλιο εγίνηκε μεγάλο στο παλάτι
κι ο Βρίγγας τση επίθεσης ανοίγει το μ-περάτη.
Οι γι-άλλοι συβουλάτορες δε συφωνούνε ντίπι
κι όλοι ντως λένε μόβουλα: «είναι καλιά να λείπει».
Οι γι-άλλοι συβουλάτορες μιλούνε για τα λάθη
και για τσι περαζούμενες κακαποδιές και πάθη.
Βαφτίζου ντην επίθεση πως είναι κουτουράδα
κι ολπίδα δε τζη δίδουνε μούδε μια χαραμάδα.
Ετοτεσάς η γι-εμιλιά του Βρίγγα στο παλάτι
στσι γνώμες στα’ άργοσάλευτες δα βάλει αντιπάτι.
Φρόνεψη κάθα λόγος του άφτει φωθιές στο μπέτη
δε νταγιαντού τα πάθητα τση Κρήτης καερέτι.
Κι ετσά του Βρίγγα η βουλή δα πάρει τα πρωτεία
στη γ-Κρήτη το Βυζάντιο να κάμει εκστρατεία.
Του Βρίγγα πάλι η βουλή κι η γι-αρμηνειά ξαμάρι
το Νικηφόρο το Φωκά δα βάλουνε μπροστάρη.
Δομέστικος τσ’ Ανατολής είναι ο Νικηφόρος
και του στρατού ντου άριστος, γερός κουμανταδόρος.
Ντελόγο ανεμπουκώνεται να κάμει το κολάι
ν’ανεμαζώξει το στρατό στη γ-Κρήτη για να πάει.
Στω γ-καραβιώ τη δύναμη εκειά ’χει πλήσα θάρρη
στη γ-Κρήτη και στσι ΄Αραβες να βγάλει το ζαράρι.
Χελάνδια και δρόμωνες η θάλασσα γεμώνει
να ’χει εκειά τα θάρρη ντου τση νίκης να ξαμώνει.
Οι μπένες οι βυζαντινές γράφουνε τρεις χιλιάδες
λένε μια ν-εφτακοσαρά οι ΄Αραβες γραφιάδες.
Εί’ γ-κι άλλες μπένες που μετρού και ξερωτούνε είντα
και λένε για τα πλοία ντου διακόσα και πενήντα.
Κι άντρες απού τα διάπαντα του Βυζαντίου φέρνει
να τσι ’χει, να ’ν’ αρίφνητοι στσ’ ΄Αραβες να μουντέρνει.
Και Σλάβοι και Αρμένιοι και Ρώσοι κι άλλοι ξένοι
με το βυζαντινό στρατό γερά ο Φωκάς συμπαίνει.
Λαός, ευκές,κονίσματα,σημαίες,μπαϊράκια
στσι δρόμους τσι πολίτικους βγαίνουν και στα σοκάκια.
Και ο λαός και οι ευκές στένουνε πανεγύρι
ο Νικηφόρος ο Φωκάς με νίκη να γιαγύρει.
Απήτιμος ξετέλεψε με την ετοιμασία
φεύγει από τα Φύγελα,’πό τη Μικρά Ασία.
Ορθάνοιχτη τση θάλασσας του Αιγαίου η αγκάλη
ωστοσονά πολύ στρατό να ’ποδεχτεί,να βάλει.
Εννιακόσα εξήντα η χρονιά αρχές μήνα Πρωτόλη
τάξε πως απ’ τα Φύγελα μισεύγει νυφοστόλι. (960 μ.Χ.)
Πρίχου σιμώσει ο Φωκάς τση Κρήτης γυρογιάλι
με μπιστικούς του παραμπρός «αμάτι» εκειά δα βάλει.
Μάθια κι αφθιά δα στέσουνε χωρίς να τσι θωρούνε
και ό,τι δου ντα μάθια ντως στο στρατηγό δα πούνε.
Στο γυρογιάλι τ’ Αλμυρού ωσά ντο ν-αμανίτη
το Νικηφόρο είδανε οι ΄Αραβες στη γ-Κρήτη.
Στο γυρογιάλι τ’ Αλμυρού ο Νικηφόρος φτάνει
και στρατοπέδου αρχινά στέλιωμα μάνι-μάνι.
Οι ΄Αραβες ξεσταίνουνται με του Φωκά τη φούργια
σάικα δεν ανήμεναν επίθεση καινούργια.
Στόλο δεν ανημένανε βυζαντινό γιαλίτη
κι ο Νικηφόρος πάτησε το μ-πόδα ντου στη γ-Κρήτη.
Πολιορκία αρχινά,τσ’ ΄Αραβες τσι μαντρίζει
κι α ν-τύχει να ’ρθει συντρομή τση θάλασσας μποδίζει.
Μαχίζει τσι Σαρακηνούς,πληθιαίνει τσι φοβέρες
μα νίκης ξετελέματα δε φέρνουνε οι μέρες.
Αραβική απομονή κι ο Χάντακας να στέκει
κι ο Νικηφόρος δε μπορεί να στέσει νίκης ζεύκι.
Απομονή και ο Φωκάς κάνει και καερέτι
και όλη όλη μια βολά πετρά ’φαε στο μπέτη.
Το στρατηγό το μ-Παστιλά πέμπει το Νικηφόρο
πομεσαθιό ’πό το νησί ν’ ανοίξει πράμα πόρο.
Ψυχανεμίζουντ’ οι οχτροί στση νύχτας το σκοτίδι
και το βυζαντινό στρατό δα κόψει το λεμπίδι.
Οι μέρες προπατούν ετσά και πλέκουν κι άλλο μήνα
βαρύς χειμώνας κόπιασε και σφίγγει και η πείνα.
Του Νικηφόρου τα αφθιά γροικήσανε ετότες
τραβάγια,να γιαγύρουνε θένε οι στρατιώτες.
Άφτει ο λόγος του Φωκά μες στσι καρδιές καμίνι
κι όλους τσι στρατιώτες του θα τσι καταπραΰνει.
΄Ερχεται σκιας κι η φρόνεψη του Βρίγγα και κλουθά του
πλήσες θροφές και μονετσά πέμπει του στρατεμάτου.
Επέρασ’ η χειμωνική κι εμίσεψ’ η αφούρα
η άνοιξη πολεμική φέρνει πάλι βαβούρα.
Τσ’ άνοιξης αναλώματα ο Φωκάς τα ξεκορφίζει
το σκέδιο τσ’ επίθεσης τσ’ Άραβες ξετρουμίζει.
Η μάνητα πολλώ χρονώ του Βυζαντίου ταίρι
και η φωθιά τσ’ επίθεσης είναι το παραχέρι.
Σαν τα θεριά μουντέρνουνε και αρχινά η πάλη
και η επίθεση κλουθά η μια πίσω στην άλλη.
Στερνή επίθεση ο Φωκάς καλά τηνέ σταφνίζει
και το τειχιό του Χάντακα ετοτεσάς γκρεμίζει.
Χύνουνται οι Βυζαντινοί κι αράσσουνε αντάμα
αιώνα τ’ ανημένανε ετουτονά το θάμα.
Μαχώνου τζι Σαρακηνούς,εδά τωσέ παντίδει
αράσσουνε και αρχινά το κατακαυκαλίδι.
Εβρήκανε τη σφαγαρά μπάρεμου τω γ-κουρσάρω
ενα να μην αφήσουνε ξετρέχουν άρον-άρο.
Όσο μπορούν οι ΄Αραβες βάνουνε αντιπάτι
μήμπας και τω Βυζαντινώ σφαλίξου ντο μ-περάτη.
Άφτει εδά η όργητα ωσά ντ’ ανελαμπίδι
και πέφτει πάνω στσ’ ΄Αραβες βυζαντινό λεμπίδι.
Τση νίκης τση βυζαντινής γροικάται το χαμπέρι
ένα λεφτό δε στένεται να σφάζει το μαχαίρι.
Η μάνητα πολλώ χρονώ κεντά το στρατιώτη
κι ετσά το αίμα τση σφαγής ανοίγει καταπότη.
Για να στομώσει ο Φωκάς τση φούργιας τα μαχαίρια
διατάσσει αλάργο να συρθούν σα δουν ψηλά τα χέρια.
Εφτά του Μάρτη ,ταχινή, μεράστρι λαμπυρίζει
τη νίκη τη βυζαντινή τηνέ καλημερίζει.
Τση νίκης οι Βυζαντινοί βάνουν γερό θεμέλιο
και ξαναθεί τση λευτεριάς πάλι το χαμογέλιο.
Συνεχίζεται….

ΓΛΩΣΣΑΡΙ*
ακάτεχος=άπειρος,ανώριμος
(ο)αμανίτης=το μανιτάρι (ξεφύτρωσε σαν τον αμανίτη=εμφανίστηκε ξαφνικά χωρίς να αναμένεται) αναλώματα= ξεσηκωμοί,επαναστάσεις,αναστατώσεις
(το)ανελαμπίδι=το προσάναμμα
ανεμαζώνω=συγκεντρώνω
ανεμπουκώνομαι= ανασηκώνω τα μανίκια για να αρχίσω κάποια εργασία,προετοιμάζομαι (το)αντιπάτι=η αντίσταση που προβάλλεται πατώντας σταθερά στο έδαφος το ένα πόδι απήτιμος=αφού
(η)απομονή=η υπομονή
αργοσάλευτος=βραδυκίνητος
(η)αποκοθιά= η τόλμη
απορπίζω=απελπίζω
αράσσω=ορμώ,αρχίζω επίθεση
αρίφνητος=αναρίθμητος,αμέτρητος
(η)αρμινειά=η συμβουλή,η υπόδειξη
(η)αφούρα=η πυκνή ομίχλη άφτει=ανάβει
 (η)βολά=φορά
 (η)βουλή=η γνώμη
γεμώνω=γεμίζω πλήρως
γερά=δυνατά
γιαγέρνω=επιστρέφω
γιακιστίζει=ταιριάζει
γιαλίτης= παραθαλασσιος
 γροικήσανε=ακούσανε
(το)γυρογιάλι=η ακρογιαλιά
(τα)διάπαντα= παντού,απ’ όλα τα μέρη
 (οι)δρόμωνες=βυζαντινά μεταγωγικά πλοία
εδά=τώρα
ετότες=τότε
ζαράρι=αντίποινα
 (το)ζεύκι=η διασκέδαση,το ξεφάντωμα
(τα)θάρρη=το θάρρος,η εμπιστοσύνη
θένε=θέλουν
 (η)θροφή=η τροφή
 (το)καερέτι=η υπομονή
 (η)κακαποδιά=η αναποδιά,η κακοτυχία
 καλιά=καλύτερα
 (το)κατακαυκαλίδι=δυνατό χτύπημα στο κεφάλι
 (ο)καταπότης=το αυλάκι
καταπραΰνω=ησυχάζω,ηρεμώ
 κειοσάς=εκείνος
κεντώ(προφέρεται κεdώ)=καίγομαι,ανάβω
κιαμιά=καμιά κλουθώ=ακολουθώ
(το)κολάι=το κουμάντο
κόπιασε=ήρθε(οριστική),έλα(προστακτική)
λεμπίδι=σφαγή (βλ. λεπίδα μαχαιριού)
λογιάζω=υπολογίζω,σχεδιάζω
μάνι-μάνι= γρήγορα
(η)μάνητα=ο θυμός
μαντρίζω=κλείνω στη μάντρα,περιορίζω,αποκλείω
μαχίζω=επιτίθεμαι, απειλώ
μαχώνω=στριμώχνω
(το)μεράστρι=το άστρο της μέρας, ο αυγερινός
μήμπας=μήπως
μόβουλα=ομόφωνα
(τα)μονετσά=τα πολεμοφόδια
μούδε=ούτε
μουντέρνω=επιτίθεμαι
μπάρεμου=πράγματι**
μπας=μήπως
(ο)μπέτης=το στήθος
(ο)μπιστικός=ο έμπιστος
 (ο)μπροστάρης=ο επικεφαλής
νταγιαντώ=υπομένω
ντελόγο=αμέσως
 ντίπι=καθόλου
 (ο)ντουχιουλμές=η έμμονη ιδέα
(το)νυφοστόλι=το στόλισμα της νύφης
(το)ξαμάρι=το υπόδειγμα
 ξαμώνω=στοχεύω,σημαδεύω
ξαναθεί=ξανανθίζει
ξεκορφίζω=βγάζω(οδηγώ στην κορφή)
ξεσταίνομαι=εκπλήσσομαι
(τα)ξετελέματα=η ολοκλήρωση
 ξετρέχω=επιδιώκω
ξετρουμίζω=νιώθω φόβο και ταραχή
ξομπλιάζω=σχεδιάζω,μτφ επιβάλλω
(η)όργητα= η μεγάλη οργή
(τα)πάθητα=τα πάθη,οι συμφορές
παντίδει=ταιριάζει
παραμπρός= πιο μπροστα,νωρίτερα
 (το)παραχέρι=ο βοηθός
 περαζούμενος=ο περασμένος
 (ο)περάτης= ο σύρτης
 (η)πετρά=το πετροβόλημα
 πληθιαίνω=αυξάνωπροσθέτω
 πολίτικος=ο καταγόμενος από την Πόλη
πομεσαθιό=το εσωτερικό,τα ενδότερα
 (ο)πόρος=το άνοιγμα,η είσοδος
πρίχου=πριν
προπατώ=περπατώ
(ο)Πρωτόλης= ο Ιούνιος
(το)ραέτι=φιλοξενία,περιποίηση
σιμώνω=πλησιάζω
σκιας=τουλάχιστον
(το)σκοτίδι=το σκοτάδι
(το)σκουτέλι=μικρή πήλινη λεκανίτσα
σταφνίζω=εκτιμώ με ακρίβεια
(το)στέλιωμα=η οργάνωση,το στήσιμο
στένω πανεγύρι=οργανώνω και αρχίζω πανηγύρι
 (δε)στένεται=δε σταματά
στομώνω=χαλώ την κόψη του μαχαιριού και δεν κόβει
 (η)συντρομή=η βοήθεια
σύρνομαι(πίσω)=υποχωρώ
 (η)σφαγαρά=η σφαγίτις φλέβα,το ασθενές σημείο
σφαλίζω=κλείνω
τάξε=σαν να
(το)τειχιό=το τείχος
(η)τραβάγια=η φασαρία
 (ο)τράφος=η ξερολιθιά
 (η)φούργια=πιεστική βιασύνη
(η)φρόνεψη=η σωφροσύνη
(το)χαλίκι=πολύ μικρή πέτρα
(το)χαμπέρι=η είδηση,το νέο
(η)χειμωνική=η χειμωνιά
 (τα)χελάνδια=βυζαντινά πολεμικά πλοία
χύνομαι= επιτίθεμαι
ψυχανεμίζομαι=υποψιάζομαι
ώσαμε=ίσαμε, μέχρι
ωστοσανά=τόσα πολλά
E-mail:klagoudian@sch.gr



http://archive.patris.gr/articles/103169#.W8T_I3szaUk

-------------------------------------------------------------------------------------------

*Το γλωσσάρι παρατίθεται μετά πασης επιφυλάξεως.
**Συνήθως σημαίνει τουλάχιστον.

Η 9η Ιουλίου του 1821 (Κυπριακή διάλεκτος)

Ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα στη Κυπριακή διάλεκτο αποτελεί το εκτενές αυτό ποιημα, γραμμένο από τον Βασίλη Μιχαηλίδη γύρω στο 1890. Ολόκληρος ο τίτλος του είναι "Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου", και παρατίθεται όπως βρέθηκε στη βικιθηκη.

---------------------------------------------------------------------------------------------------

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Ιστορίες στη Καππαδοκική διάλεκτο

Το βιβλίο Modern Greek in Asia Minor, γραμμένο από τον γλωσσολόγο R.M. Dawkins και εκδοθέν το 1916 από το Cambridge University Press, περιλαμβάνει μεγάλη πληθώρα ιστοριών γραμμένων στα Καππαδοκικά με τις Αγγλικές τους μεταφράσεις. Περιλαμβάνεται και ένα κεφάλαιο σχετικό με τη γραμματική των επιμέρους διαλέκτων της Καππαδοκικής μορφής της Ελληνικής.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Κείμενα Κυπριακής λογοτεχνίας

Δείγματα Κυπριακής διαλέκτου -τόσο της "λόγιας" της Αναγεννησιακής περιόδου, όσο και της πιο κοινής-, όπως υπάρχουν στο βιβλίο λογοτεχνίας της Α' λυκείου. Είναι σχεδόν αστείο που χρησιμοποιούμε κάτι τέτοιο ως πηγή υλικού, αλλά έχει αρκετά ποιήματα και τραγούδια συγκεντρωμένα.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Ulaghatsh* (Καππαδοκική διάλεκτος)

Η Καππαδοκική διάλεκτος, που ομιλείτο στη κεντρική Τουρκία μέχρι πριν περίπου έναν αιώνα, ήταν μια μορφή της Ελληνικής ευρισκόμενη στο όριο που διαχωρίζει τις διαλέκτους από τις γλώσσες. Πρακτικά αποτελεί κράμα της Ελληνικής και της Τουρκικής, τέτοιο που είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει κατανοητή από κάποιον που δεν έχει εξοικείωση και με τις δυο γλώσσες.

Όπως και η Ποντιακή, αποτελεί έναν γλωσσικό απόγονο της Ιωνικής διαλέκτου της αρχαίας Ελληνικής και ομιλείτο από τους απογόνους των Ιώνων που κατοικούσαν την ευρύτερη Μικρά Ασία. Σε αντιδιαστολή με αυτήν όμως, έχει πρακτικά πάψει να ομιλείται, καθώς οι όποιοι ομιλητές της είναι ελάχιστοι και υπέργηροι -αν και προ ολίγων ετών οι γλωσσολόγοι Janse και Παπαζαχαρίου ισχυρίστηκαν πως σε μια περιοχή της Μακεδονίας εντόπισαν και μεσήλικες με ικανοποιητική γνώση της. Γυρίστηκε μάλιστα και ένα ντοκιμαντερ με τίτλο "last words", στο οποίο εμφανίζονται ομιλητές της Καππαδοκικής -κυρίως υπερήλικες- να χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.

Η Καππαδοκική διάλεκτος, πέρα από ιδιαίτερη και σπάνια, είναι και παντελώς άγνωστη στους περισσότερους Έλληνες ακόμα και ονομαστικά. Οι Καππαδόκες αναγκάστηκαν να τη παραμερίσουν τελείως, αφενός επειδή ήταν ακατάληπτη στους ελλαδίτες, αλλά ίσως και επειδή είχε εμφανέστατη Τουρκικη επιρροή -οπότε η χρήση της μάλλον στιγμάτιζε τους ομιλητές της ως "τουρκόσπορους". Και, σε αντιδιαστολή με τους Ποντιους, δεν έκαναν προσπάθειες διατήρησής της.

Παρατίθεται σε μορφή εικόνων μια  ιστορία στα Καππαδοκικά με την Αγγλική της μετάφραση, παρμένα όπως είναι από το βιβλίο Modern Greek in Asia Minor, έκδοση του 1916 με συγγραφέα τον R.M. Dawkins, που θα ανέβει ολόκληρο σε μελλοντική ανάρτηση.

*Δεν είναι ο τίτλος της ιστορίας, που δεν δίνεται καν στη Καππαδοκική, παρά η κεφαλίδα της σελίδας στο βιβλίο.

-------------------------------------------------------



Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Όλον ο υσταρνός όντα χάται… (Ποντιακή διάλεκτος)

Παρατίθεται αυτούσιο όπως βρέθηκε στο ιστολόγιο epontos.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

του Βαχίτ Τουρσούν
Εγεννέθα σε έναν πολλά πολλά όμορφο μέρος. Με τση μάνα μ’ τη λαλία ένοιξα τ’ ομάτε μ’ σ’ αυούτο τον ντουνιά. Πάντα έρτε σο νού μ’, όντα έλεγε με «ε πουλόπο μ’» και λάγα ε γλυκοτέρενε με.
Το χωρίο ‘μουνα έτον ‘νάμεσα σα τρανά τα χλωά τα ραχία, όπου τον Ήλο πα’ πολλά ουκ έλεπαμε. Έτονε απές σ’ όρος και χτισμένο σε έναν κυλάδι απές, γομάτο με τα δέντρα. Σ’ όρος εβρίσκουσαν Αλάτε, Τεζία, Οξέας, Κλερθία, Κάστανα και άλλα πολλά. Είχεν έναν σουρί ορμία τ’ εκατίβεναν τρεχτά σο ποτάμι τ’ εμοίρεζεν το χωριό σα δυο. Λές κι εθέλεναν να προφτάνουν το ποτάμι για ν’ εκατίβαζεν ατά ση θάλασσα. Ούλα τα νερά, ακόμε και του ποταμή, επιησκούσαν. Είχαμε και πολλά ολοκάθαρα, ολοκάτενα πεγάδε το έστεκαμ’ και έπιναμε. Ανάμεσα ‘μουνα συντυχεναμ' Ρωμεικά. Εθάρεναμ’ ούλος ο ντουνιάς μαναχό το χωριό ‘μουνα έν’ και ούλοι οι άνθρωποι Ρομεικά συντυχαίνουν.
Το χωρίο ‘μουνα είχε και Παρχάρι. Όντα επέ(γ)ναμ σον παραχάρι, ασή χαρά ‘μουνα επέταναμε. Σου ζου τα γούλας εκρεμάναμε κολονόπα και σα κατσέτε ‘τουνα εκρεμάναμε κάτι σούσε. Εκρεμάναμ’ ατά πα’ ζνιχόπα για να μην οματέγουνταν. Άετς εσορέυκουμουνες πατσίδε, νιφάδε, παιδία, αγούροι και υναίκοι, ούλοι εντάμα με τα ζα, παρακαθευτά παρακαθευτά εμπέναμε σο δρόμο πριν ημέρωνε. Σα δρόμε επανκές, σατι επέ(γ)ναμε εράεβαμ', έβρισκαμ’ και εσωρεύαμε μόρε και ετρώγαμε. Κάπου, κάπου εγριμάλωναμ’ και εντόναμ’ επάν σ’ ατά τ’ έβρισκαμ’. Όνταν έγβαιναμε σε πλατή μέρος το είχεν πεγάδι, έστεκαμε και ένοιζαμ’ τα δαπάνας ‘μουνα και έτρωγαμ’. Έπιναμε το νερό ‘μουνα και εποτίζαμε και τα ζα ‘μουνα. Πάντα επεντούσαμε και σε άυτικο τόπο έναν καβαλτζή. Εκείνος έπαιζεν το γαβάλιν (χειλιαύλιν) ατ’ και εμείς εχορεύαμε. Ύσταρο ο κάθα εις εδέβαινεν σο δρόμον ατ’. Εμείς τα αγουροπαίδε, ως που έγβαιναμ’ σον παρχάρι, ετέρεναμ’ τα πατσόπα και εποίναμ' σεβνταλούχε. Σον παρχάρι ας τ' επέ(γ)ναμε, εβρισκούμουνες και παρακάθεβαμ’, επαίζαμ’ και εχόρευαμ’. Σον παρχάρι όλον όμορφα επέχκουσαν η πλάκα το οποίο επέχκουτουν με τα πλακούτσε τα λιθάρε και η μάτικα το οποίο επέχκουτουν με τ’ έναν στουρακί και ένα μικρό μακριτσέλι ξυλόπο. Τα ζα εδόναμε σε έναν τσοπάνο και ούλιν οι άνθρωποι εκευρόκοφταν τα χορτάρε σα κεγίρε 'τουνα. Πολλοί εκατήβεναν σ’ όρος και έκοφταν ξύλα. Ούλα τα θερινά ημέρας και τα μήνας, άετς εδέβαιναν. Όνταν εκλώσκουμουνες ασόν παρχάρι, τα μάγουλα ‘μουνα είνουσαν ολοκόκκινα όμον (αμόν) μήλα. Έκαφτε μας ο ήλος και εμαυρίζαμε πα’.
Ύσταρο εθράφαμε και γάλε γάλε εγρίκεσαμ’ ότι ασό χωρίο ‘μουνα και εξέθε είναι και αλέτερα πολλά χωρία. Είναι και πολύ ξένοι τ' ούκ εξέρουν τ’εμέτερο τη γλώσσα. Οι μέτεροι εσυντύχαιναν Ρωμεικά και οι ξένοι εσυντύχαιναν τούρκικα. Κρούει σο νού μ', όνταν έρθεν ένας ξένος σο σπίτι 'μουνα για ν' εγόραζεν τ'αγελάδι το είχαμε. Ο κύρη μ' και εκείνος κάτι εσυντύχαιναν. Εγώ άκουγα ‘τίνους άμα τίπο ουκ εγροίκενα. Όνταν επεί(γ)εν εκείνος ο ξένος, ερώτεσα τον κύρη μ’ γιατ'οποίο ουκ εγροίκεσα το έλεγαν. Είπε με, ότι “τούρκικα” εσυντύχαιναν και για τ' ατό ουκ εγροίκεσα. Ετότες, αρνάσεψα (αρχίνεψα = ξεκίνησα) ν’εγροικώ ό,τι ας εμέτερο τη γλώσσα και εξέθε έτον και αλέτερο γλώσσα ντ’ ουκ εγροίκενα εγώ. Είπε με και ότι, όνταν πάγω σ’οκουλί (σχολείο) εβρισκούτουν ελίγο έξου ασό χωρίο, εκεί να μαθάνω ατό τη γλώσσα για να εγροικώ και συντύχαινα.
Αρνάσεψα σ' οκούλι
Άετς εδέβαν' τα χρόνε και έρθεν η ημέρα, εγώ παλ' επήγα σ’ οκούλι (σχολείο) και αρνάσεψα να μαθάνω τα τούρκικα. Ο κύρη μ' και η μάνα μ’ είπανε με, αν μαθάνω καλά τα τούρκικα, να είνωμαι τρανός άνθρεπος και να γαζανεύω πολλά παράδες. Αν ουκ εμάθενα καλά τούρκικα, ν'επόμενα σο χωρίο και να ογράσσευα με του χωρίου τα δουλείας. Να λίχτρεβα τα χωράφε, νε κεϊρόκοφτα, ν' έπλωνα και εσώρευα χορτάρε, νε επέγνα έκοφτα  και εποίνα ξύλα ασό όρος και εφέρενα 'τα σο σπίτι. Αν ουκ εμάθενα τα τούρκικα, άϊτικα και άλλα πολλά δουλείας ν'εποίνα.
Πάντα κρούει σο νου μ' την ημέρα πε' αρνάσεψα σ’οκούλι. Έτον ένας ξένος άνθρεπος, ο οποίος τ' όνεμαν ατ' έτονε ογρετμένος (δάσκαλος). Εκείνο την ημέρα, όντα εκάτσαμε σα σκαμνία ‘μουνα, εκείνος εδέβαιν εμπρό 'μουν και αρνάσεψεν κάτι να λέει μας το εγώ ουκ εγροίκενα. Πίχτα πίχτα ερώταινα τ' άλλα τα παιδία και εκείνοι παλ' έλεγανε με το έλεγεν. Έλεγε μας, για να μαθέναμε' καλά τούρκικα, άλλο τα ρωμεϊκά ουκ ν'εσυντυχαίναμ'. Εφοβέρισε μας πα’. Όποιος εσυντύχαινεν άλλο τα Ρωμεϊκά, νε δαρκούτουν. Άμα ποίος ν' ακούεν ατόνα τον ξένο. Εμείς όνταν εγβαίναμε έξου, πάλι ρωμεϊκά εσυντύχαιναμ' και άετς επόρεναμ' και εγροίκεναμ’ ο εις τον άλλον για ν'επαίζαμ'.
Εφάγαμ' νταγιάχι (ξυλοδαρμό) για τα Ρωμεϊκά
Κρούει σο νου μ' παλ', έναν ημέρα έτον εξέβαμε έξου ασ' οκούλι και αρνάσεψαμ’ να παίζουμε. Εγώ  εβόησα πολλά αψέα έναν αρκαντάσι μ' (φίλο μου) και κάτι είπα ‘τόνα σα Ρωμεϊκά. Έκουσε με ο ογρετμένος και εβόησε με κοντάν ατ'. Επήγα εστάθα εμπρόν ατ' και ετέρεσ'ατόνα σον πρόσωπόν ατ'. Ελίγο έσουρεν τ’ ωτία μ' και ετίλισε με έναν βαρύ σαπλάχεα. Ας τόσον πολλά, ασ'ομάτε μ' τσίγιας ελάνκεψαν. Σίτα εδέκρεσα. Τ' άλλα τα γαρδέλε εστάθαν και εμάς ετέρεναν. Ύσταρο, εγώ εφήκα το παίξιμο. Άλλο ουκ επόρεσα παιξίναι.  Εδέβα σ’ έναν τσουντζί εκάτσα κά' και έκλαψα. Άετς εδέβανε τα χρόνε σ’ οκούλι. Για τα Ρωμεϊκά ποιος ουκε δάρθεν. Ούλιν έφαγαν σαπλαχέας, μουστέας και λαχτέας. Πολλοί απ' εμάς, πολλά επερμίναν επάν σε έναν ποδάρι, ως που να εγέρουν.
Όμορφα ημέρας πα’ είχαμε
Σο χωρίο, όμορφα ημέρας πα’ εδέβαξαμ’. Έρτε σ'αχύλι μ' που έναν ημέρα πριν να ημέρωσε έτον, η μάνα μ' αλήγορα εσκώθεν και εκατήβεν σο μαντρί για ν'εποίνεν τα δουλείας ατές. Εγώ απές σο ζεστό το στρώμα μ' εκοιμούμουν και ελέπα όμορφα όνειρα. Με τα λαλίας τση μάνα μ' εξυμνήγα. «Στα, ε διαβολόφαγο, μη λαχτίζεις και κουπίζεις ατό τ' έλμεξα» έλεγεν τ' αγελάδι τ' ελάχτιζεν σατή αλμέχκουτουν και «πότα πούλι μ' πότα» έλεγεν το μουσκάρι τ' ουκ εθέλενεν ν' έπινεν το νερόν εθέ. Άετς, έλμεξεν, εφάισεν, επότισεν, εσπούνκισεν και εξέβεν άνου. Η μάνα μ' εθάρενεν ότι εγώ ακόμε κοιμούμουνε. Ουκ εθέλενεν ν' εξύμνιζε με άμα εγώ τ’ώραν έτον τ' εξυμνίγα. Εξυμνίγα, άμα ασο στρώμα μ' πα’ ουκ εξέβα. Άετς τυλιγμένος σο γεργάνι επουκά, επέρμενα η μάνα μ' ν' εγβαίν ασό σπίτι και επ'εκεί ν' εσκούμουν. Ουκ εθέλενα ν' έλεπε με έξυμνος και εδώνε με οσπιτί δουλείας. Είχα σο νου μ', ν' επέγνα σο πορπάτεμα και σο παίξιμο με τα γαρδέλε του χωρίου.
Η μάνα μ' εξέβεν ασό σπίτι, επήγεν σα χορτάρε το κόψιμο. Εγώ παλ’ ελίγο υσταροκές, απ’οπίσαν ατές εσκώθα, εφόρεσα και γάλε γάλε ελίγο άνοιξα την πόρτα. Ετσούτισα και ετέρεσα, εθέλενα ν'ελέπα η μάνα μ' επήγεν, για ουκ επήγεν. Άετς σατή ετσούτιζα και ετέρενα, επλανμέρίκα σο δρόμο, είδα την αγάπη μ', τη σεβντά μ'. Με κάτι πατσίδε και νιφάδε του χωρίου, εκείνε πα’ ες' επέγνεν σ' όρος για τα χορτάρε. Ασή χαρά μ' επέταξα. Άλλο ποίος επορεί και κρατεί με. Άλλο ποίος πάει σο παίξιμο με τα γαρδέλε του χωρίου. Πριν φανείναι χνούδι και θρύμα, εγώ πα εξέβα ασό σπίτι και εσέβα σο δρόμο. Τρεχτά, επήγα έφτασα ‘τινους. Άετς με τ'εκεινούς εντάμα παρακαθέυτα, εφτάσαμε σ'όρος. Εκεί, ούλοι εσκορπίγανε αδά καi ακεί για νε σωρεύαν χορτάρε.
Εγώ επόμεινα με τη σεβντά μ' εντάμα. Εκείνε σατή έκοφτεν χορτάρε, εγώ πα’ εδέβα σα χαμοκέρας, σα μαμίκας μήλα και σα δίρκαπας τ' αράεμα. Ό,τι εσώρευα, σίτα έρχουμουν εμοίρεζα 'τα με την αγάπη μ' εντάμα. Ύσταρο, όνταν εγέντον μεσημέρι, ούλοι εσωρέφταμε σε έναν ίσο μέρος τ' εφήκαμε τα δαπάνας 'μουνα. Απ'εμέν και εξέθε, ούλιν ασα ξεροφάε 'τουνα κάτι ένκανε εντάμα. Εγώ, ασήν χαρά μ', τη δαπάνα παλ' ενέσπαλλα. Θρύμμα ψωμί, χνούδι φαγί ουκ επήρα εντάμα μ'. Άμα ο κάθα εις, ασή δαπάνα το είχεν, απ' ελίγο εμοίρεξεν και εδώκε με και έφαγα. Ύσταρο, παλ' ούλι εδέβαμε σα δουλείας 'μουνα. Εγώ εποίκα γιαρτιμί (βοήθια) τη σεβντά μ'. Εσώρεψα Χαλβάνε, Ματσιτάλε, Κουσούτε, Λάπαζα, Καρενέσε, Γλυκόριζας, Σαλούτε, Πεντικολαθιρίτρας και αϊτίκα. Εμείς με την αγάπη μ' εντάμα, προφτάσαμε και ασ' ουλουνούς εμπρό εποίκαμε το γομάρι 'μουνα και εδέβαμε επλάν εκάτσαμε. Ύσταρο, ομόν τ'εγομάρεγαν ούλι, εσέβαμε σο δρόμο για τ'οσπίτε 'μουνα.
Εξέβαμε σο γκουρμπέτι (ξενιτιά)
Εδέβανε τα χρόνε και εγώ ετράνινα. Εδέβα και επήγα σο γκουρμπέτι (ξενιτιά). Εκεκά, ούλιν οι άνθρωποι μαναχό τούρκικα εξέρναν και εσυντύχαιναν. Εμείς πα' με τα ελίγα τα τούρκικα που έξερναμ', ογράσευαμ' (προσπαθούσαμε) νε συντύχαιναμ’ με τ'εκεινούς. Εμείς πα’ έμουνες πολλοί ασ'έναν χωρίο και 'νάμεσα 'μουνα Ρωμεϊκά εσυντύχαιναμ’. Άμα ακόμε έρτε σ'αχύλι μ' (σο νου μ') λαγά έκρυβαμ' τα Ρωμεϊκά ασ'αλλουνούς. Όνταν ερώτεναν εμάς, τό γλώσσα εν ατό ντο συντυχαίνουμ, έλεγαμ’ ατίνους, ότι λαζικά συντυχαίνουμε. Ετότες τίπο άλλου ουκ ερώτεναν εμάς και άετς, εγλύτωναμ'. Ούλι αέτς εκρύφκουμουνες και αέτς εκρύβαμ’ και τη γλώσσα 'μουνα. Λες κι έτονε εντροπή αν έλεγαμ’, ότι συντυχαίνουμ’ Ρωμεϊκά. Γι'ατό ποίο εκρύφκουμουνες ουκ εγροίκενα. Όσο και αν κρύφκουμουνες, σο γκουρμπέτι (σην ξενιτιά), όπου αν επέγναμε, εράευαμ’ τ'εμέτερους ανθρώπους για ν'επόρεναμ’ και έβρισκαμ’ καλύτερα δουλείας και ν'επόρεναμ’ και εδέβαζαμ’ και ελίγο τη γαριπία (αροθυμία) τ'εσούρεναμ’.
Επήγα σ' ασκέρι (στο στρατό)
Όνταν έρθεν η ημέρα και επήγα σ'ασκέρι, εκεκά πα’ εράεψα πολλά για ν'έβρισκα κανέναν ασά χωρία 'μουνα για νε συντύχαινα τη γλώσσα μ'. Όσο ερώτεσα, κανείς ουκ εβρέθεν. Έναν ημέρα, έβρα έναν το έξερνεν ένα αλέτερο γλώσσα. Ερώτεσα ‘τόνα ασήν γλώσσαν ατ' και εθέλεσα επ'εκεί να λέει με κάτι ση γλώσσαν ατ'. Αρνάσεψεν να λέει με κάτι σε έναν γλώσσα το εμνέζενεν πολλά με τε μέτερα τα Ρωμεϊκά. Ερώτεσα 'τονα, το γλώσσα εν ατό, ντο συντυχαίν. Είπε με, ότι σο χωρίον ατ' λέγουνα Μουχατζίρκικα (προσφυγικά). Όνταν εκλώστα και είπα 'τονα, ότι η γλώσσα ντο συντυχαίν, εν Ρωμεϊκά, επαλαλώθεν! Ύσταρο και εσυντύχαισαμ’, πολλά επάν ση γλώσσα 'μουνα και εγροικέσαμ’ ότι συντυχαίνουμε ένα γλώσσα και οι δύοιν πα’ κρύβουμα με τα αλέτερα τα ονέματα.
Επήγα σην Λιμπύα (Λιβύη) με τον κύρη μ'
Ο κύρη μ' εδούλευεν ση Λιμπύα και έναν ημέρα εξέβεν και έρθεν. Έγω έμουν σο γκουρμπέτι (ξενιτιά). Εποίκανε με τελεφώνι και εκλώστα σο χωρίο. Έρθεν ν'επαίρενε με και επέγνεν ση Λιμπύα. Πολλά εχάρινα. Ν' έγβγαινα έξου ασήν Τουρκία και νε γαζάνεβα (κέρδιζα) και άλλο πολλά χρήματα. Αέτς, έρθεν η ημέρα και επήγαμε ση Λιμπύα. Εμέναμε ση Ντέρνα. Εκεί αδουλεύαμε με τον κύρη μ' εντάμα. Έχτιζαμ ντουβάρε και εποίναμε σουβά. Όλον εμπρό όνταν επήγαμε, ο κύρη μ' εξέρνεν πολλά Αράπτσε (αραβικά) το εγώ ουκ εγροίκενα. Εγώ όσο και αν επήγα σ’ οκούλι και έμαθα καλά την Αράπσε, όνταν έμουνε σην Τουρκία, ατά τ’ εσυντύχαιναμ' ση Λίμπυα ουκ εγροικίσκουσαν. Ύσταρο κες έρθα και τον κύρη μ' εδέβα.
Έναν ημέρα, σατή εδέβαινα ασ' έναν τικανί (μαγαζί), εμπρό, έκουσα να λέει κάποιος «κλειδί». Εκλώστα και ετέρεσα. Είδα έναν υναίκα να δίγει το κλειδί σε έναν άγουρο. Είπα απ' απέσα μ', να ακούγω κλειδί και ν'ελέπω κλειδί, κάτι ίνεται. Ελίγο επέρμινα ορθά εκεκά που έμουν. Ύσταρο κες', ομόν τ’ επ' εχωρίεν η υναίκα επ' εκεκά, επήγα ερώτεσα εκείνο τον άγουρο. «Έκουσα κλειδί και είδα κλειδί, γιάνλισε (λάθος) είδα γιαμ εσείς πα’ εξέρειτε Ρωμεϊκά;» Εκείνος πα’ ερώτεσε με, «εσύ, απόθεν εξέρεις το κλειδί;». Αέτς αρνασέψαμε να συντυχαίνουμε σα Ρωμεϊκά όσο επόρεσαμ’. Ελίγα απ'ατά τ'έλεγεν ουκ εγροίκενα πα’, αμα ας έν. Έφτανε με ατό τ'εσυντύχαινεν η γλώσσα εμνέζενεν πολλά σε 'μέτερα τα Ρωμεϊκά. Εγώ ασή χαρά μ' επέταξα. Εκείνος πα’ πολλά εχάρινεν. Αέτς εγνωρίγαμε. Τ'εκεινού τ'όνεμα έτονε Σαλάχ Αλί.
Ύσταρο, έναν ημέρα, σατή εδέβαινα ασό τικανίν (μαγαζί) ατ' εμπρό, πάλι είδε με και ελίγο εσυντύχαισαμ’. Ο Σαλάχ Αλίς, ελάλεσε με σ'οσπίτιν ατ'. Εδώκε με έναν αντρέσι (διεύθυνση) που ν'επέγνα και έναν ημέρα το ν'επέρμενε με. Όνταν έρθεν εκείνο η ημέρα, εγώ πα’ επήγα σ'αντρέσι τ'εδώκε με. Όνταν έφτασα, εντόκα σην πόρταν ατ', εκείνος ένοιξεν την πόρτα. Απές σο σαλώνι εσώρεψεν πολλούς ανθρώπους. Μαμικάντοι, παπουκάντοι, παιδία, πατσίδε, ούλιν έκλωσαν τον πρόσωπον άτουνα σε μένα μερ' και εμένα ετέρεναν. Εμείς, ελίγο εστάθαμε σο κατουθούρι έπαν. Ο Σαλάχ Αλής, εκράτεσε με ασ'έναν ωμί μ’, γάλε, γάλε, έγκεν το χέριν ατ' σην κοτύλα μ' και μισό εγκαλεστά, ερώτεσεν ση μισαφίρους ατ' σην Αράπτσε: «εμνέζει μας αβούτο το παιδί;». Ούλιν εκούνισαν τα κεφάλε 'τουνα και «ναι, πολλά εμνέζει μας», είπανε. Ύσταρο, εδέβαμε σο σαλόνι και εγώ εκάτσα κα' σε έναν κεκά. Κάτι γραίοι και γέροι έρθαν σο γιάνι (κοντά) μ', εγκαλέσταν και εφίλεσάνε με. Ερώτεσανε με τ'όνεμα μ' και απόθεν είμαι. Ούλιν εθέλεναν ν'εσυντύχαιναν με τ'εμένα. Ούλοι, κάτι εθέλεναν ν'ερώτενανε με. Άμα έσανε πολλοί και με κάποιους επόρεσα και με κάποιους ουκ επόρεσα συντυχαισείναι. Ύσταρο επ'εκεινούς εγνώρισα πολλούς. Ούλιν το έξερναν και εσυντύχαιναν Ρωμεϊκά, έσανε ασοί τρανούς ανθρώπους τση Ντέρνας. Ούλοι εχουγεμένοι (σπουδαζμένοι), δεβαζμένοι έσαν. Ο τρανός αδελφός του Σαλάχ Αλή, έλεγαν ατόνα, Σαλάχ Αχμέτ. Σαλάχ έκουεν ο κύρης άτουνα. Ο Σαλάχ Αχμέτης έτονε όλων ο τρανύτερος σον πόλης (αστυνομία) τση Ντέρνας.
Πάντα κρούει σο νου μ' και ουκ ανεσπάλλω, έναν ημέρα έτον, επήγανε κάποιοι Λιμπυαλίδες επάτεσανε το σπίτι του Καντάφι και εθέλεναν ν'εσκότωναν ατόνα. Ουκ επόρεσαν και ούλιν εδάρθαν. Σε εκείνα τα ημέρας, κανέν ουκ εφήνανε το βράδυ, την νύχτα ν'έγβαινεν έξου και πορπάτενεν όμον τ'εθέλενεν. Όποιον εβρίσκανε έξου, έπλεναν, εφέρεναν ατόνα σον πόλης (αστυνομία) και αν έτον ξένος, χαρτία πα’ αν είχεν, ελιτόρευαν ατόνα ασην Λιμπύα. Επ'εκείνα τα ημέρας έναν ημέρα επήγα σ' έναν χορότε το είχαμε σην Ντέρνα. Επήγα για το παρακάθεμα. Εκάτσαμε κα' και σατή επαρακθέυαμε εβραδέσαμε. Αργά το βράδυ, εξέβα έξου και ες επέγνα σο σπίτι. Σατή επέγνα, σ'εναν και κα', ο πολίσης (αστυνομικός) εστάισε και ερώτεσε με τα χαρτία μ’. Επάνε μ'τίπο ουκ είχα. Επήραν ένκανε με σο καρακόλι (Αστυνομικό τμήμα). Εκεί σο σαλώνι, έπεη (αρκετά) επέρμεινα. Έξερνα ότι σε εκείνα τα ημέρας, ο Σαλάχ Αχμέτης, ουκ έτον εκεί. Επόλισαν ατόνα σο Βενγκάζη και σην Ντέρνε ένκανε έναν αλέτερο το έτον σο κεφάλι του πόλις (αστυνομίας).  Άμα απ'απέσαμ «για ας πάγω δίγω το όνεμάν ατ' και ας τερούμε το να ίνεται», είπα. Αέτς, εσκώθα και επήγα, ερώτεσα τον Σαλάχ Αχμέτ. Όνταν έκουσαν το όνεμαν ατ', ερωτέσανε με, απόθεν εγνωρίζ'ατόνα. Είπα 'τίνους, ότι εγνωρίγουμες καλά και πάγω και σ'οσπίτιν ατ'. Σίτα (αμέσως) εποίκανε τελεφώνι τον Σαλάχ Αχμέτ και είπαν ατόνα αέτς και αέτς. Το είπεν ατίνους ουκ εξέρω. Άλλο μία ετέρεσα οι πολισοί επήρανε άψιμο. Σίτα (αμέσως) ένκανε σην πόρτα και  κα' έναν τζιπί (jeep) και εβάλανε με απές και εσέβαμε σο δρόμο. Σατή επέγναμε, είπανε με να δίχν'ατινούς το δρόμο του σπίτι που έμενα. Αέτς έγκανε με σο σπίτι. Όνταν εντόκαμε σην πόρτα, ο κύρη μ' άνοιξε την πόρτα και όνταν είδεν τσοι πολίσους εμπρόν ατ' εσπάραγεν. Εθάρεσεν έρθανε ν'επέρουνε μας και σύρουνε μας έξου. Οι πολίσοι είπαν ατόνα, «αβούτο τον παίδα σο δρόμο εύραμε, άσκεμα ημέρας δεβάζουμε, άλλο μην αφήνεις ατόνα να πορπατίει τη νύχτα». Αέτς εβάλανε με απές και εποχωρίγανε. Ο κύρη μ' πα ελίγο ετάβισε με άμα έτον χαρέμενος πα’.
Όνταν έμουνες ση Λίμπυα, εγώ αϋναίκιγος (ανύπαντρος) έμουν, Εκεκά ασή Ρωμαίους τση Ντέρνας, εγνώρισα και αγάπεσα έναν πατσή πα’. Τ'όνεμαν ατές, Σελβά έτον. Με την Σελβά έπεη σεβνταλούχε εποίκαμ’. Με τ' εκείνενα εντάμα, όμορφα ημέρας εδέβασαμ’ και όμορφα παρακάθε εποίκαμ’. Ύσταρο ας τη εκλώστα σην Τουρκία, άλλο ουκ επόρεσα πανείναι σην Λιμπύα. Ας τόσο αγάπεσα 'τενα, τ' όνεμαν ατές  εδώκα 'το τσ'αδελφής μου την πατσή. Αρ η ανεψιά μ' πα Σέλβα ακούει.
Εκλώστα σην Τουρκία και πήγα σην Αντάλια σο κουρμπέτι (για ξενιτιά)
Με τον κύρη μ' εντάμα όντα εποχωρίγαμε ασή Λιμπύα και έρθαμε σην Τουρκία, εγώ εδέβα σην Αντάλια για τη δουλεία. Εκεκά, επήγα αρνάσεψα ση δουλεία σε έναν οτέλι (ξενοδοχείο). Έμουνε σο ρεσεψιόνι. Έναν ημέρα, εύρα και εγνωρίγα με τ'έναν παιδά τ'εδούλευεν και εκείνος πα’ σε ένα αλέτερο οτέλι. Είπε με, ότι κάπου κάπου έρχουντανε τουρίστοι ασό Γιουνανιστάνι. Εγώ πολλά εθέλενα ν'έβρισκα κάποιον άνθρεπο ασό Γιουνανιστάνι και ερώτενα ατόνα ασή γλώσσα μ', ασά Ρωμεϊκά, απ'εμάς τ'επόμεινανε οπίς. Εθέλενα νε μάθενα ποιοί είμεστ' και πόσο τα Ρωμεϊκά εμνέζουν με τη Γιουνάντζε (ελληνικά). Πάντα μεράχι είχα 'το. Για τ'ατό, είπα εκείνο τον παιδά, ν'εφτάει με ένα τελεφώνι αλλομία όνταν έρχουσαν τουρίστοι ασό Γιουνανιστάνι. Αέτς εποχωρίγαμε.
Αέτς εδέβανε καντρία ημέρας. Έναν ημέρα τ'ουκ είχα βάρδιε, αλήγορα εσκώθα άμα πούθεν ουκ επήγα για το πορπάτεμα. Εδέβα, εκάτσα κά' σε έναν τσουντζί (γωνιά) του οτελί. Επλέσε με έναν τρανό γαριπία. Εγαριπέφτα το χωρίο μ', τ'ορμία, τα ποτάμε, τα παρχάρε, ούλα ό,τι είχεν ο χωρίος μου.
Απέσα μ' αρνάσεψεν έναν τρανό φουρτουνάς το οποίο ουκ επόρεσεν εινείναι δάκρε και εγβείναι ασ'ομάτε μ', μόνο τ'οματοτσάτσε μ' εβρέξεν. Ούλο τ' άλλο, εκλώστεν εγέντον ίδρωμα και ετσόρτισεν ασό πηχτό και ψηλοτριπεμένο το πετσί μ'. Ούκ εθέλενα ν'έκουγα τα πολλά τα λαλίας ασοί ξένους ανθρώπους τ’ εκλωτηογυρίγουσαν ολόγερα μ', ουκ εθέλενα ν'έκουγα τ'αραπάδες τε φούσκωναν το κεφάλι μ', ουκ εθέλενα ν' ελέπα οσπίτε στιβαγμένα τ'έναν τ'αλλο επάν', ουκ εθέλενα ν'επορπάτενα σα πλατέα τα δρόμε τ' ουκ έμουν μαθεμένος. Αέτς, εκούισα τρανά τσοι χωρότας μου. «Ελάτε επαρείτε και φερείτε με σο χωρίο μ', επαρείτε φερείτε με σα παρχάρε μ' επανκές. Θέλω να πορπατώ σα μικρά τα δρομόπα του χωριού, θέλω να καταλαγκεύω σα παρχάρε επανκές όμον τα ζερκάδε, θέλω να παρακαθέυω με τα πατσίδε του χωριού, θέλω ν'ελέπω την Φατιμέ και να λεγ'ατένα σα Ρωμεϊκά, “αγαπώ σε”. Ουκί θέλω να είμαι εντάμα με τα ξένα τα πατσίδε το μυρίζουν όμορφα κολώνιας, θέλω ν'επέρω τον μυριχτό τ'έχουνε τεμέτερα τα πατδίδε». Ας τόσον τρανά εκούιζα, λες και εκούσανε με τα ραχία τση Μαύρης Θάλασσας και εκουνίγανε. Άμα σο σαλόνι του οτελί, μόνο ελίγο σοσόνιχτος ακουγούτουν απ'εμένα. Αέτς αρνάσεψα να νομίζω ούλα ατά τε μέτρεσα. Αέτς σο όνειρο μ', εγλέξα και επήγα σο χωρίο. Εκεί που αρνάσεψα ν'επαίρω το δρόμο σον παρχαρί μερέα, να ακούγω την μελωδί του γαβαλί, να μοιρέσκομε τα τέρτε μ' με τα πατσίδε του χωριού, ένας ρεσεψιονίστης εξύμνισε με ασ'όμορφο τ'όνειρο τ'έλεπα. Κάποιος, εράευε με σο τελεφώνι. Έτον εκείνος ο παιδάς τ’ εγνώρισα και είπα 'τονα ν'εφτάει με τελεφώνι όνταν έρχουσαν τουρίστι ασό Γιουνανιστάνι. «Αλήγορ’, έπαρ έναν ταξί και έλα, έρθαν κάτι τουρίστοι ασό Γιουνανιστάνι και σ'ελίγο ν'αποχωρίγουνταν ασ' οτέλι. Αδά ουκ έμουν για ν'εποίνα σε εμπρότερα τελεφώνι. Αρ έρθα και είδα'τινους», είπε με. Ετότες καλά καλά εξύμνιγα ασόν όνειρό μ'. Επήρεν έναν χαρχαταρία σην ψυ μ'. Ουκ εχώρενεν απέσα μ'. Τα χτυποκάρδε μ' εξέβανε σην κορφή. Ας εμπροτιζνώ τον φουρτουνά πα' οπίς ιχνάρι ουκ επόμεινεν. Έναν χαρά το ουκ εγνώριζα, εγομώθεν απέσα μ'. Λες και κατ'είνα μέτερο τ' ουκ είδα πολλά χρόνε, να πάγω ν'ελέπ' ατόνα.
Αέτς ελάγγεψα έξου, εύρα και ενήβα σε έναν ταξί και επήγα σ'εκείνο τον παιδά. Εκείνος πα' σο ρεσεψιόνι σατ' εδούλευεν, τ'ομάτεν ατ' έξου, εμένα ερέζενεν. Ομόν το είδε με, «δέβα, ακεί πλαν μερέα εν η αραπά», είπε με. Εγώ σίτα εκλώστα οπίς και επήγα σην αραπά κεκά. Το πόσο χτύπο είχεν η καρδία μ', απ' επάν ασά φορεσίας τ'εφόρενα εφανερούτουν. Έγυρα ες εγέρω χαλί είχα. Ουκ έξερνα πα’ τίνα να πάγω ν'ελέπω και με τίνα το να συντυχαίνω. Εντροπεχτά, εσέβα σην αραπά. Μισό γομάτο έτον και επέρμενεν να έρχουνταν οι άλλοι για ν'έχπανεν. Εγώ ελίγο ετέρεσα τσ' ανθρώπους τ' έσανε απές σο οτομπίσι (πούλμαν). Λες κι εράευα κανέναν τ'εγνώριζα. Πολλοί πα’ ετέρεσαν σε μένα μερέα. Εμπρότερα πούθεν ουκ είδανε με και κανείς ουκ εγνώριζε με. Εθαρέσανε κάτι να θέλω ατίνους. Ασήν εντροπία μ' ες εκλώσκουμουν οπίς και έγβαινα έξου. Ετότες έρθεν τση μάνα μ' η γλώσσα και έλυσεν την γλώσσα μ' και ερώτεσα, «αδά 'πες απ' εσάς κανείς εξέρ’ Ρωμεϊκά;». Ούλοι άλαλοι εκλώσταν και ετέρεσάνε με. Επορεί να μην εγροίκεσε κανείς τίπο ασ'ατά ντο είπα. Αέτς όμον τ'ετέρενα αδά και ακεί απές σην αραπά, είδα ένα μαμίκα τ'εσκώθεν επάν σα ποδάρεν ατές και εθέλενεν κάτι ν' έλεγε με, άμα ουκ έξερνεν απόθεν ν'αρνασευεν. Ετέρενεν σ'ομάτε μ' απές. Πάλι εγώ έλυσα τη γλώσσαν ατές τ' εκλειδώθεν. Ερώτεσα 'τενα, «ε, μαμίκα, εξέρεις Ρωμεϊκά;». Η γραία υναίκα, εξέγκεν τη λαλίαν ατές και αρνάεσεψεν να συντυχαίνε. «Απόθεν είσαι;», ερώτεσε με. «Ασήν Τραπεζούντα είμαι», είπα 'τενα. Η μαμίκα, όμον το έκουσεν την «Τραπεζούντα», αρνάσεψεν ν' εγβαίν ασόν τόπον ατές και έρτε σο γιάνι μ'. Αέτς, σατή εκράτενεν αδά και ακεί, έσκισε το στενό το σαλωνόπο και έρθε σο γιάνι μ'. Εγώ ετράχωσα και επόμεινα σον τόπο μ', αέτς ομόν το έστεκα ορθά. Ουκ επόρεσα ν'εγροικώ, ν'ερμηνεύω σο νου μ' για το ποίο ατέ η μαμίκα ογράσευ να έρτε σε μένα μερ'. Για τ'ατό, χνουδί ουκί λαΐίστα ασόν τόπο μ' για να πάγω σ'εκείνενα μερέα. Η μαμίκα έρθεν ουκ έρθεν, σίτα ετυλίεν ση γούλα μ' και εγκαλέστε με. Σατή έκλαιεν, «ε πουλί μ’, να ίνομαι γουρπάντης σα ποδάρε σ'», έλεγεν. «Εσύ τ'αραεύεις αδακές, εσείς ακόμα αδακές ζείτε», ερώτενεν. Εκράτενεν ασά ωμία μ' και μία ετέρενε με απές σ'ομάτε μ' και ύσταρο παλ' εγκαλέσκουτουνε με. Ασ'τόσον εγαυρώσεν επάνε μ' και ασ'τόσον έσπιγγε με, τα δάκτυλαν ατές ενούιζα καλά καλά σο πετσί μ'. Εγώ πα ελίγο εκράτενα. Ουκ εξέρνα για το ποίο εγομώθανε τ'ομάτε μ' και εθέλενα ν'έκλαιγα. Αέτς ομόν τ’ έμουνες, έναν λαλία εξύμνισε μας. Ούλιν έρθανε και εθέλεναν ν' εμπένανε σο δρόμο. Ασήν αραπά απές, είς εβούισεν και είπεν τη μαμίκα να δέβεν σον τόπον ατές. Η μαμίκα σατή έκλαιεν, έφηκέ με και εκλώστεν οπίς. Σατή επέγνεν, τ'εμπρόν ατές πα'ουκ ελέπεν. Με το ζόρι επορπάτενεν. Τ'ομάτεν ατές γομομένα δέκρε έσανε. Εγώ πα’ εκατήβα κάτου και εδέβα σην μαμίκα μερέα για ν' έλεπ'ατένα άλλο μία. Η αραπά έχπασεν και επήρεν το δρόμο. Ελίγο ετερέθαμε με την μαμίκα. Εκείνε έκλαιεν. Ελάησε με το χέριν ατές. Η αραπά ομόν τ'εγίρισεν και εχάθεν ασ'ομάτε, εγώ ετότες αρνάσεψα να κλαίγω. Επήγα σε έναν τσουντζί, εκάτσα κά' και έκλαψα ως που εχόρτασα. Λες και η μαμή μ' έρθεν ασό χωρίο είδε με και πάλι εφήκε με μαναχός σο γκουρμπέτι και εκλώστεν οπίς.
Έρθα σο Γιουνανιστάνι
Ύσταρο ασά κανδύο χρόνε, έκοψα το μπιλέτι μ' (εισιτήριο) και εσέβα σο δρόμο για το Γιουνανιστάνι. Ουκ επορώ να ερμηνεύω σας τη χαράν ντο είχα. Πριν φτασείναι σα σύνορε, η καρδία μ' παλ' επήρεν άψιμο. Αέτς εφτάσαμε και εδέβαμε ασό σύνοροι. Η ψυ μ' απέσα μ' και εγώ σην αραπά ουκ εχώρεναμε. Εθέλενα ν'εγβαίνα έξου και έβρισκα κάποιον άνθρεπο για νε συντύχαινα με τ'εκεί Ρωμεϊκά. Νε τέρενα εγροικάει με γιαμ ουκ εγροικάει με. Ν'εγόραζα κάτι τ'εθέλενα σατή εσυντύχαινα τση μάνα μ' τη γλώσσα. Σατή επέγναμε σο δρόμο, καπούκεκα η αραπά 'μουνα εστάθεν για το φαγί. Εξέβα έξου και ομόν παλαλός ετέρεσα αδά κ'ακεί. Επήγα, εύρα είναν και ερώτεσα 'τονα που εν το τουαλέτι, έδειξε μ' α’, έναν άλλον π'εύρα, ερώτεσα 'τονα που επορώ και τρώγω φαγί, έδειξέ με την λοκόντα (εστιατόρειο), ύσταρο εξέβα έξου και ογράσεψα να συντυχαίνω με όποιον έβρισκα εμπρό μ'. Εξέβα ασήν Τουρκία το έκρυφταμε τη γλώσσα μουνα και έρθα σο Γιουνιστάνι. Αδά και κά' νε συντύχαινα μαναχό τση μάνα μ' τη γλώσσα γι ν'εγροικισκούμουνε με τσ'ανθρώπους. Άλλο ουκε ν' έκρυβα τη γλώσσα μ' και άλλο ούκε ν' εντρεπούμουν ν’ εσυντύχαινα ατό. Τρανό χαρά.
Ύσταρο, εσέβαμε σην αραπά και επήραμε το δρόμο για την Αθήνα. Σο δρόμο σατή έρχουμουνες' ετέρενα τα γράμματα και ογράσευα νε μάθενα ‘τά. Όνταν έφτασαμε στην Αθήνα, εβραδέσαμε. Εξέβαμε έξου και ο καθαείς επήρεν το δρόμον ατ'. Εγώ επήγα εύρα έναν οτέλι και έμεινα. Όνταν εσκώθα τ’ άλο την ημέρα, η ώρα εδέβεν. Έξου έβρεχεν. Εξέβα σο παλκόνι και ετέρεσα όλη την Αθήνα. Έναν τρανό πόλη. Οι άνθρωποι κάτου σα δρόμε, ο ένας αδά επέγνεν και ο άλλος ακεί. Το ν'εποίνα και που ν'επέγνα, ουκ εξέρνα.
Έβρα και εγνώριγα με τσοι μέτερους
Ύσταρο ασά δύο, τρία μήνας, εύρα τσοι μέτερους Ρωμαίους ασήν Μαύρη Θάλασσα. Αέτς αρνάσεψα ν'εγνωρίγομε με τ'εμέτερους. Όσον εδέβαν τα ημέρας, τα μήνας και τα χρόνε, εγνώρισα πολλούς Ρωμαίους το είχανε ρίζας ασήν Μαύρη Θάλασσα. Αδά και κά' «Πόντιοι» έλεγαν ατίνους. Με τα εγνωριμίας τ'εποίκα, έναν ημέρα' εβρέθα σε έναν ρωμέικο χωρίο. Εγέντουμουν μουσαφίρης σε έναν οσπίτι. Έτον εκεί έναν μαμίκα το άκουεν Σουμέλα. Όνταν είπα 'τενα ότι είμαι ασήν Τραπεζούντα, εκείνε πα' αρνάσεψεν σα κλάμματα. Είπε με, ένα σουρί ιστορίας ασήν Μαύρη Θάλασσα. Είπε με όνταν εξέγκανε τσοι Ρωμαίους ασά χωρία 'τουνα, σα δρόμε επανκές εσκοτώθανε και εχάθανε πολλοί άνθρωποι και πολλά γαρδελόπα ασοί Ρωμαίους. Σα παλαιά τα χρόνε, σην Μαύρη Θάλασσα τα νιφάδε έσαν μικρά. Πολλά μικρά έντριζανε τα πατσόπα. Για τ'ατό, πολλά ασά νιφάδε, τ' εχάσανε τα παιδίαν ατουνα, ύσταρο κες' εχάσανε και το νου 'τουνα και επαλαλώθανε. Η μαμίκα Σουμέλα, σατή ξεφορτούτουνε επάνε μ' το βαρύ το γομάρι 'τες τ'εκοβάλενεν ατόσον χρόνε, εγώ πάλι σο νου μ' εβρέθα σην Ανταλάια και έρθεν σ'αχύλι μ' εκείνε η μαμίκα το επέντεσα σο τουριστικό το γκρούμπι. Αρ εγροίκεσα για το ποίο εγάβρωσεν επάνε μ' και έκλαιεν ατόσον πολλά. Ποιος εξέρ’, επορεί να έτον επ'εκείνα ασά νιφάδε τ’ εχάσανε τα πουλόπαν 'ατουνα σα δρόμε επανκές και αέτς όμον το έβρε με, εθάρεσεν, ότι έμουνε το χαμένο το πουλόπον ατές...
Όλον ο υσταρνός όντα χάται...
Θέλω ν'εξέρειτε. Ο Πόντος, ουκ εχάθεν. Ο Πόντος γιασαγεύ’, ζει άμα ψυχομαχίζ’. Τα Ρωμεϊκά 'μουνα χάνταν στέκουν. Οι πιο πολλοί απ'ατινούς τ'εσυντύχαιναν αυούτο τη γλώσσα, εξέβαν ασά χωρία και εσκορπίγαν σ'ούλο την Ανατολή. Σα χωρία ελίγοι επόμινεν.  Οπ'επόμειναν πα' είναι γραίοι και γέροι. Μαμίδες και παππούδες το περμένουν να δίγουν την ψυν άτουνα για να θάφκουνταν σα χώματα 'τουνα. Σ' όρος καϊνείς ού’ πάει και αέτς, τα ονέματα ασά δέντρα ανεσπάλκουνταν στέκουν. Πατσίδε και νιφάδε πα’ ουκ επόμειναν το πάνε σ' όρος, κόφτουν και φορτούντανε χορτάρε. Για τ'ατό, ούλα τα ονέματα ασά φυτά, ασά χορτάρε και ασά τσιτσέκε πα’ χάνταν στέκουν. Τα μικρά τα παιδόπα και τα πατσόπα πολλά ελίγα Ρωμεϊκά εξέρουν. Αρνάσεψαν 'νάμεσα 'τουνα να συντυχαίνουνε μαναχό τα τούρκικα. Τ'εκεινέτερα τα γαρδέλε, Ρωμεϊκά ούκε ν'εξέρουν. Εκείνοι το εξέβαν ασό χωρίο και εσκορπήγαν αδά κ'ακεί σοι ξένους απές, ου πορούν να συντυχαίνουν τα Ρωμεϊκά όμον το θέλουν. Αέτς όσο δέβεν ο χρόνος ανεσπάλουν ατά.
Ουκ εξέρω επ'εκεινούς το εξέβαν ασό χωρίο, πόσιοι άνθρωποι, ποιός πάππος, ποιά μαμίκα, ποιά νύφε, ποιά πατσή και ποιός παιδάς σε ποιο πουτζαχί (γωνία), σε ποιο τσουντζί (γωνία), μαναχός κάθεται και νουνείζ' το χωρίον ατ'. Ουκ εξέρω πόσοι κλαίγουν και άλλοι πουστουρίζουν τα Ρωμεϊκά 'τουνα, τη γλώσσα τση μάνας ατουνα. Άμα εξέρω, με τον κάθε είναν το ψυχομαχίζ’, ψυχομαχίζουν και τα Ρωμεϊκά. Με τον κάθε είναν το δίγει την ψυν ατ', με τ'εκείνονα εντάμα χάντανε και ένα σουρί Ρωμεϊκά κελιμέδες (λέξεις). Και όλον ο υσταρνός τ'εξέρ Ρωμεϊκά, όνταν δίγει την ψυν ατ' και χάται, ετότες να χάνταν και ούλα τα Ρωμεϊκά. Ετότες να χάτε και ο Πόντος!
Ετότες, τα Ρωμεϊκά λαλίας πα' να κόφκουνταν. Άλλο Ρωμεϊκό λαλία, ούκε ν'ακούετε πουθενκεκά. Άλλο Ρωμέικα λαλίας ούκε να σκορπίγουνταν σον ουρανό. Και η αγάπη σ' αυούτο τη γλώσσα, άλλο ούκε ν'επορεί και σον ουρανό ευρίεται με τ'αδέλφεν έθε. Άλλο η αγάπη, ούκε ν'επορεί και εντάμον με την αγάπην έθε και λέει εκεί «αγαπώ σε».
Σημείωμα: Όλες οι έντονες γραμματοσειρές περιέχουν τσιτακισμό! Για παράδειγμα: το "και" προφέρεται ως "τσε", το έντονο "σ" προφέρεται ως "sh", το έντονο "χ" προφέρεται ως "sh" και η έντονη "ε" σημαίνει ότι είναι πληθυντικό και είναι "ια". Το κάθε απόστροφο σημαίνει ότι λείπει φωνήεν από πίσω ή από μπροστά του σαν αυτά "α, ο, ου, ε, κλπ."!

Συγγραφέας: Βαχίτ Τουρσούν 20/04/2014, Νέα Μάκρη/Αθήνα
Μετατροπή από Λατινικούς σε Ελληνικούς χαρακτήρες: Χρήστος Κωνσταντινίδης