Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Κι όντιμις (Κρητική διάλεκτος)

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το βιβλίο "Ροζοναρίσματα", μια συλλογή ιστοριών και κειμένων γραμμένων από τον Μιλτιάδη Βαρδάκη-Μαδαρίτη.

Γραμμένο σε βαριά, ορεινά Κρητικά, με λεξιλόγιο που χρησιμοποιείτο προ ενός και πλέον αιώνα και σε μεγάλο βαθμό έχει εκλείψει, το εν λόγω βιβλίο δίνει στον αναγνώστη να καταλάβει πόσο στρεβλή και εσφαλμένη είναι η εντύπωση πως η Κρητική διάλεκτος δεν είναι παρά μια χούφτα λέξεις και η χρήση του "τσι" αντί του "κι". Μια εντύπωση που κοντεύει να ανταποκριθεί στη πραγματικότητα, μιας και η χρήση της Κρητικής αφενός φθίνει, και αφετέρου οι ομιλητές της αφήνουν κατά μέρος το "βαρύ" λεξιλόγιο, προτιμώντας τη χρήση πιο συνηθισμένων νεοελληνικών λέξεων στη θέση του.

Αντιγράφω το κείμενο όπως είναι στο βιβλίο (το οποίο βέβαια χρήζει επανεκδόσεως μιας και δύσκολα βρίσκεται σήμερα), διατηρώντας ακόμα και τα τυπογραφικά λάθη. Έπεται η μετάφραση των όποιων Κρητικών λέξεων.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ετσά ψιμοκαλοκαιρο, ύστερες του τρυγητή ποθές είτονε. Εκοιτουμάστονε, το λοιπός, με το ραμεκλή το λάλο μου στο δώμα. Μα χαντάτε πως είτονε οψες; κι ας πενήντα χρόνοι είναι δα περασμένοι.

Επειδής επειράζαν και το τεσάς για καλό και για κακό είχαμε στερεμένο κάτω απού το προσκέφαλο, ένα κοντό μαλιχέρι. Ακόμης νταντουλιάζουνε στα μάθια μου τ'ασημωτά μπελεζίκια απού τονε πλουμισμένο.

Εκειά απού εκοιτουμάστονε, γροικούμε τη κουλουκιά και μάχιζε κιανένα, κι ευτός πάλι την εσυργούλευγε.

Ντελόγκως αρπά το ντουφέκι ο γέρος και πιάνει μυτιρίζι στον ανηφορά. Εγώ για μιας στιγμής εφοβήθηκα, γιατί εκάτεχα πως ο λάλος μου είχε να κάμη. Μα πάλι είπα πως θαν είναι πράμα κλέφτες και θα τση ντρακάρομε τση μπαλωτές για να το γλεντίσομε. Φωνιάζει ο γέρος:
-Πιοι είστε μωρέ; Απακούειν του κιαείς.
-Εγώ 'μαι καπετά Μπατώ.
-Κι' ίντα λαγωνεύεις έτσα ώρα;
-Λ'ένα γράμμα σούφερα από τη χώρα.
-Να, πότσο, να, φωνιάζει ο γέρος τση κουλουκιάς, και απός του λέει: Σίμωσε
Κατεβαίνει απού το δώμα και παίρνει το γράμμα, άφτει ένα λύχνο και διαβάζει.

Με το διάβασμα, αγρίεψε η μούρη ντου, και γροικώ τονε να βλαστημά χαμηλά-χαμηλά. "Τουρκολάτρες-Γερμανοί-προδότες". Απής αποδιάβασε το γράμμα, τση ξυπνά ούλους και τση μετοχάρους και τση φαμέγιους. Μπέμπει τση στα γύρω χωριά, μπέμπει και μένα στο μοναστήρι να χτυπήσω τη καμπάνα. Εγλάκουνα κ'εγώ, μα πλιά απού το φόβο μου, γιατί εκειά είτονα και το κοιμητήρι. Ως έφταξα εκρεμάστηκα στο σκοινί και εχερίκωσα νταν-νταν-ταν για να ξεσμηλωθεί ούλος ο λαγκός.

-Μα να σασε πω την αλήθεια, καθόλου δεν εγάϊρα τη μούρη μου όθεν τα μνήματα. Σαν εγάϊρα, θωρώ μονομερισμένο κόσμο, φασαρία, κιγιαμέτι και στρωμένες τάβλες με ρακί και καρύδια. Εμπενοβγαίνανε οι γ'αθρώποι, εσιγοκουβεδιάζανε, κι ο γ-εις τ'αλλούν τωνε έδουνε φυσέκια.

Μιας κοπανιάς θωρώ το γέρο λάλο μου στολισμένο με τα σαλβαριαν του και τ'ασημοτόν του μαχαίρι, επάνω σε ένα πεζούλι. Κι'εφώνιαζε:
-Μωρέ σιμώσετε απεέ. Σιμόνω και εγώ και γροικώ: "Το γράμμα ετουτονέ μούμπεψε ο Βενιζέλος. Ήρθε απού το Σαλονίκι με τον Κουντουργιώτη και το Δαγκλή, γι'απανάσταση. Ούλοι πρέπει να πάμε για να ξεμαγαρίσομε την πατρίδα μας απού τση Γερμανόφιλους και τση προδότες.
-Ναι, ναι, εφωνιάζανε -Ζήτω! Κάτω! μα δεν αναστορούμε ίντα άλλο ελέγανε.

Σε λιγάκι ξεκινούνε. Ομπρός, ομπρός είτονε το μπαϊράκι, οξαποπίσω ο λάλος μου καβαλάρης σ'ένα μαύρο μπεγίρι με πολλές κίτρινες και κόκκινες φούντες στο χαλινάρι και πίσω ούλοι οι γι'αλλοι, που ετραγουδούσανε και παίζαν και μπαλωτές.

Δεν είτονε παωμένοι εκατό μέτρα και θωρώ και κοντοσταθήκανε. Λέω, λόγο τωνε βγάνει πάλι ο λάλος μου και σφίγγω. Γροικώ, και τώνε λέει:
-Μην καίτε τα φυσέκια για θα μάσε χρειγιαστούνε. Κι'εκειά που πάμε θαν απούλες τσ'επαρχίες. Μη σάσε διώξει, ο Θεός κι' η μοίρα σας και ντρακάρετε τσ'ανεμοδουλειές: γ-η ανέ σας απαντήξει στη στράτα κιαμιά στείρα μην τη παραμερίσετε, για θα ξευτιλιστούμε. Ο σκοπός μας είναι ιερός.

Ανηφορίσανε, ουρανοκόψανε την παπούρα, κι'αποκολώσανε. Για ιερό σκοπό, για την πατρίδα.
Ε! καϋμέχαρε γέρω λάλο. Να κάτεχες, πόσες βολές κι ημείς αρματωθήκαμε και περάσαμε, φαράγγια και βουνά για τον ίδιο σκοπό τον εδικό σας.
Κι'όντιμις, και σήμερις ακόμης τσι πλια βολές μασε διαφεντεύγουνε οι Γερμανόφιλοι, οι Τουρκολάτρες κι' οι προδότες απού βλαστήμηξες, όντεν εδιάβασες το γράμμα του Βενιζέλου.


Μιλτιάδης Βαρδάκης-Μαδαρίτης


----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Και όντιμις = και όμως
Ποθές = κάπου
Εκοιτουμάστονε = κοιτούμασταν
ψιμοκαλόκαιρο = όψιμο καλοκαίρι*
Ραμεκλής = Συγχωρεμένος, μακαρίτης
Λάλος = Παππούς*
Χαντώ = Νομίζω, θεωρώ
Οψές = εχθές
Μαλιχέρι = τουφέκι (βλ. καραμπίνα Mahnlicher)
Νταντουλιάζω = Ταλαντώνομαι, κουνιέμαι / (εναλ. γίνομαι πλαδαρός*)
Γροικώ = ακούω
Κουλουκιά = Νεαρή σκύλα / (εναλ. φωλιά σκύλου*)
Συργουλεύγω/Σιργουλεύγω = Πείθω με λόγια* / (εναλ. καλοπιάνω*)
Μαχίζω = Γαβγίζω άγρια* / Επιτίθεμαι*
Ντελόγκως = αμέσως
Μυτιρίζι =
Απακούω  = Υπακούω / (εναλ. αποκρίνομαι*)
Κιαείς = Κανείς
Λαγωνεύω = Γυρεύω / Κυνηγώ
Άφτει = ανάβει
Απής = Αφού, αφότου, όταν
Μετοχάρους =
Εγλάκουνα = έτρεχα (βλ. αγλακώ = τρέχω)
Κιγιαμέτι = Μεγάλη ταραχή*
Αναστορούμαι = Θυμάμαι, ανακαλώ
Παπούρα =
Αποκολώνω/Αποκολεύγω = Απομακρύνομαι, χάνομαι / (εναλ. υποχωρώ*)
Όντεν = Όταν


*με επιφύλαξη

2 σχόλια:

  1. Εξαιρετικός! Θα ανέβουν και άλλα από το βιβλίο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σκοπεύω να ανεβάσω τουλάχιστον 5-6 ακόμα. Θα το σκάναρα ολόκληρο, αλλά λυπάμαι να το καταστρέψω.

      Ας ελπίσουμε ότι θα επανεκδοθεί κάποτε, μιας και είναι υπερ-σπανιο στη μοναδική του έκδοση, ενώ είναι θησαυρός από γλωσσική (και όχι μόνο) σκοπιά.

      Διαγραφή