Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Spoken Arvanitika

The video below depicts some elderly Arvanites speaking their mother tongue, which is about to become extinct. Arvanitika is spoken or understood by less than 50.000 Greeks (about 0.5% of the total population), most of which are elderly or middle-aged.

The main reason why Arvanitika is no longer widely spoken (even though during the 19th century the percentage of Arvanites in Greece was as high as 10%) is the stark Greek patriotic, if not nationalist, sentiment that has always characterized Arvanites. It led them to abandon their non-Greek tongue for to assimilate to the Greek society.

Arvanitika is an Illyrian language, closely related to Tosk Albanian, and most Tosk Albanians would not have a tough time conversing with Arvanites. Arvanitika is spoken with a near-Greek accent, and even though the grammar and the syntax are purely Albanian, the vocabulary is a mixture of Albanian and Greek words. As far as the writer is concerned, several of the Albanian words used by the Arvanites are considered archaic Albanian and are rarely or no longer in use by modern Albanians.

Even though Arvanites stem from medieval Illyrian* settlers of Greece, they have always identified themselves as Greeks -something undeniable given that a nation is a sociopolitical entity. In most parts of Greece they have intermixed with Greeks so extensively that it is extremely rare to find an Arvaniti who doesn't have partial Greek ancestry.






*Albanians did not exist as a distinct nation before the 19th century.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
The video does not belong to the owner of the blog, and if the ones depicted or anyone who has the copyright wants it removed, may contact the owner via gmail (malandrakisgeo) or in the comment section below.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Τα πλουμιά απου ξωμπλιάζω (Κρητική διάλεκτος)

Από το βιβλίο "Ροζοναρίσματα", με κείμενα του Μιλτιάδη Βαρδάκη-Μαδαρίτη

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ένας χρόνος γίνεται εδά απού εβγήκε πρώτη βολά η γ' "ΑΛΗΘΕΙΑ". Χαρμόσυνο το συναπάντημα, και καλό σημάδι για το λαό.

Εβοηθήξανε, ως εμπόρουν οι χωριάτες κι' οι φτωχοί για να βγει παλληκάρι και να βγαίνει απού δα κι ομπρός δυο βολές την εβδομάδα. Κι ως πάνε τα πράγματα γρήγορες θα γενεί και καθημερνιάτικη.

Εμπεγιέτισε ο λαός την εφημερίδα του και εστερεψέτηνε στην μέσαν άκρα τση καρδιάς του.

Αφουγκραστήκανε οι φτωχοί το χτύπο τση καρδιάς τωνε από την εφημερίδα ευτήνη να -Ακούστηκε το δίκιο τωνε και μπάλες τση καταστροφής είτονε τα γραφτά τση, για τση παθούς του λαού και τση πατρίδος.

Ένα χρόνο ροζονάρω και εγώ από το καντόνι ετουτονέ τσ'"ΑΛΗΘΕΙΑΣ".

Μα για να πούμε και την αλήθεια έγραψα κάμποσα ροζοναρίσματα απούχανε λεζέτι μα τα πλια τωνε με διάλε το κουκί τ'αλάτσι.

Ας είναι καλά όμως οι αναγνώστες μου, ποτές τωνε δεν μου δείξανε μούρη μούρη κι ας με μοτσερ ε καθα βολά ο διευθυντής. Σαν η γ'ώρα το καλεί επειδής τόχω βάρος, θα ξεκαθαριστώ ως καθαρίζεται κιαείς ομπρός στα κονίσματα όντε τονε μπλέξουνε άδικα για κλεψιά γ ή φονικό. Κι ω, το κατέει πάσα γ εις το κόμμα πούμε γραμένος, κόνισμα λογαριάζει το λαός.

Εφωνιάξανέ με κι εμένα, και είπα μου να γράψω. Είπα τωνε κι εγώ:
-Καλά το κατέτε μωρέ κοπέλλια πως είμαι σανικίς αγράμματος; Ίντα γυρεύετε το λοιπός από μένα ετσά δουλειά;
Κατέμετο γερο Μαδαρίτη, μα ξοργούτου θέλομε τον απατό σου για να γροικάται απού την εφημερίδα μας κι η γλώσσα που μιλούσαν οι παλιοί μας και που μιλιέται ακόμης στση ψηλάδες.
-Ε! σαν ει τζα να σας σε γράψω, των είπα
Ομπανέ τώπα τση γρες μου. Μπεσπειλί κι είπα πως θα με καταλήσει.

-Λόμπις εκουζουλάθηκες εδά στα γεραθιά σου; μου λέει. Δε θωρείς το χάλι μας; Δεν ξανοίγεις το παντέρημό σου; Ντα ως οψές, μας είχε στη μπούκα του τουφεκιού ο νωματάρχης. Να κάτεχες μπάρε μου μια αράδα γράμματα, καϋμός δεν είτονε. Εξέχασες μωρέ ανατζούμπαλε, στην άλλης απού δεν είχε ψάλτη ο παπάς είπε σου να τον αϊδάρης, τα χάχαρα που κάμανε οι χωριανοί, απού διάβαζες σαν το μιτσό κοπέλλι όντε πρωτοπάει στο σκολείο; Κι'ίντα, τα λουτουργοχάρθια απούναι τα γράμματά τωνε σαν τα πετροκάρυδα. Και θέλεις μωρέ να γενείς κι' εφημεριδογράφος; Δεν τόνιωσες, μωρέ λάλαρη πως σε πήρανε στο μασκαραλίκι; Εγώ μάτοι, ε; δεν θαν' έχω μπλιό μούρη να πορίσω. Πολλά το φοβούμαι μπιλέ μου, πως στην υστεριά θα μασε βγάλουμε και ρίμες. Οϊ τάξε μου κι ανέ προβάλουνε όθεν το χωριό μας ετουτηνά που σ'απανοβάλανε, σκλάβα στη Μπαρμπαριά να με πουλήσουνε κιαδέ τση σφίξω με τση τσουρδάλες.

Δεν τση συνορίστηκα άφηκά τωνε και βαταλάλιε ως τη βαθέ νύχτα.
Σκοτεινά, σκοτεινά που έγκαψαγια το χειμαδιό, έβαλα στο σακκούλι μου χαρτί και μολυβδοκόντυλο που μούχανε δοσμένο.

Κι ως οι γ'αίγες είτονε γεννημένες κι' κι είχαν τα ρίφια τωνε στα σπηλιάρια δεν εμεταξεσέρνανε απού το χειμαδιό, για να μπούνε σε ζημιά. Έβαλα το λοιπός κι εγώ μια σιαδερή πλακούρα στα γόνατά μου κι έγραψα το πρώτο μου ροζονάρισμα.

Ως τωπα και παραπάνω δεν εχω παράπονο με τσ' αναγνώστες μου. Καϊρέτι μου δίνανε μπιλέ μου. Περί του απού τη χώρα και την Αθήνα άνθρωποι π'αγαπούνε το λαός και τη γλώσσαν του. Κι εμηνούσανέ μου: Άντε γέρο Μαδαρίτη, κι α δε κάνουν οι μ'ασφεντηλιές μεσοδάκια, κάνουν μπάρεμου* πλουμιά.

Ετσά μιας λοής πλουμιά ξωμπλιάζω κι εγώ στην Αλήθεια. Θωρώ το πως δεν το πιδεξεύομαι, μ'απατοί σας θα κρίνετε αν ειν' καλιά να ξανοίξω το παντερημο μου απου πε κι η γρα μου.

------------------------------
*Το μπάρεμου (=τουλάχιστον) στο κείμενο ήταν γραμμένο ως δυο λέξεις ("μπάρε μου")

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Στα Κρητικά τα χώματα Σαρακηνοί κουρσάροι (Κρητική διάλεκτος)

Κρητικό ποιημα όπως βρέθηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ. Σε περίπτωση που το αναφερόμενο e-mail ανήκει σε εκείνον που απλά ανέλαβε το γλωσσάρι και όχι στον συγγραφέα, κάθε πληροφορία για τον τελευταίο θα ήταν χρήσιμη.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Δ΄. Ο Νικηφόρος ο Φωκάς λευτερωτής τση Κρήτης

Τη γ-Κρήτη ΄Αραβες πατούν εδά κι ένα αιώνα
κι είντα πως το Βυζάντιο αρχίνηξε αγώνα.
Πολλές βολές απόφαση για να τσι διώξει παίρνει
μ’ όνειρα πάει στο νησί και μ’ όνειρα γιαγέρνει.
Πολλές βολές εξάμωσε το μπέτη των Αράβω
να μη γροικά γα το νησί πως είν’ακόμη σκλάβο.
Ώσαμ’ εδά κιαμιά βολά δε γέλασε η νίκη
στο ν-τράφο τζη δε χτίσανε μούδε μικιό χαλίκι.
Καλά καλός θα ’ναι κειοσάς που από ’δά και πέρα
θα πει να ξανασκώσουνε στσ’ Αραβοκρήτες χέρα.
Του Βυζαντίου ο ντουχιουλμές τση Κρήτης τ’ απορπίζει
μα και σε χέρια αραβικά να ’ναι δε γιακιστίζει.
Αποκοθιά βυζαντινή βάνει ομπρός το μπέτη
μπας και στη γ-Κρήτη λευτεριάς να κάμει το ραέτι.
Στο θρόνο το βυζαντινό ακάτεχο κοπέλι
ο Ρωμανός ο δεύτερος(Β΄) άδειο βαστά σκουτέλι.
Τ’ όνομα τ’ αυτοκράτορα ο Ρωμανός δα πάρει
μα ο «παρακοιμώμενος» ο Βρίγγας κουμαντάρει.
Ο Βρίγγας νιας επίθεσης το σκέδιο λογιάζει
και ποιος θα ν-είν’ ο αρχηγός ο Ιωσήφ ξομπλιάζει.
Συμβούλιο εγίνηκε μεγάλο στο παλάτι
κι ο Βρίγγας τση επίθεσης ανοίγει το μ-περάτη.
Οι γι-άλλοι συβουλάτορες δε συφωνούνε ντίπι
κι όλοι ντως λένε μόβουλα: «είναι καλιά να λείπει».
Οι γι-άλλοι συβουλάτορες μιλούνε για τα λάθη
και για τσι περαζούμενες κακαποδιές και πάθη.
Βαφτίζου ντην επίθεση πως είναι κουτουράδα
κι ολπίδα δε τζη δίδουνε μούδε μια χαραμάδα.
Ετοτεσάς η γι-εμιλιά του Βρίγγα στο παλάτι
στσι γνώμες στα’ άργοσάλευτες δα βάλει αντιπάτι.
Φρόνεψη κάθα λόγος του άφτει φωθιές στο μπέτη
δε νταγιαντού τα πάθητα τση Κρήτης καερέτι.
Κι ετσά του Βρίγγα η βουλή δα πάρει τα πρωτεία
στη γ-Κρήτη το Βυζάντιο να κάμει εκστρατεία.
Του Βρίγγα πάλι η βουλή κι η γι-αρμηνειά ξαμάρι
το Νικηφόρο το Φωκά δα βάλουνε μπροστάρη.
Δομέστικος τσ’ Ανατολής είναι ο Νικηφόρος
και του στρατού ντου άριστος, γερός κουμανταδόρος.
Ντελόγο ανεμπουκώνεται να κάμει το κολάι
ν’ανεμαζώξει το στρατό στη γ-Κρήτη για να πάει.
Στω γ-καραβιώ τη δύναμη εκειά ’χει πλήσα θάρρη
στη γ-Κρήτη και στσι ΄Αραβες να βγάλει το ζαράρι.
Χελάνδια και δρόμωνες η θάλασσα γεμώνει
να ’χει εκειά τα θάρρη ντου τση νίκης να ξαμώνει.
Οι μπένες οι βυζαντινές γράφουνε τρεις χιλιάδες
λένε μια ν-εφτακοσαρά οι ΄Αραβες γραφιάδες.
Εί’ γ-κι άλλες μπένες που μετρού και ξερωτούνε είντα
και λένε για τα πλοία ντου διακόσα και πενήντα.
Κι άντρες απού τα διάπαντα του Βυζαντίου φέρνει
να τσι ’χει, να ’ν’ αρίφνητοι στσ’ ΄Αραβες να μουντέρνει.
Και Σλάβοι και Αρμένιοι και Ρώσοι κι άλλοι ξένοι
με το βυζαντινό στρατό γερά ο Φωκάς συμπαίνει.
Λαός, ευκές,κονίσματα,σημαίες,μπαϊράκια
στσι δρόμους τσι πολίτικους βγαίνουν και στα σοκάκια.
Και ο λαός και οι ευκές στένουνε πανεγύρι
ο Νικηφόρος ο Φωκάς με νίκη να γιαγύρει.
Απήτιμος ξετέλεψε με την ετοιμασία
φεύγει από τα Φύγελα,’πό τη Μικρά Ασία.
Ορθάνοιχτη τση θάλασσας του Αιγαίου η αγκάλη
ωστοσονά πολύ στρατό να ’ποδεχτεί,να βάλει.
Εννιακόσα εξήντα η χρονιά αρχές μήνα Πρωτόλη
τάξε πως απ’ τα Φύγελα μισεύγει νυφοστόλι. (960 μ.Χ.)
Πρίχου σιμώσει ο Φωκάς τση Κρήτης γυρογιάλι
με μπιστικούς του παραμπρός «αμάτι» εκειά δα βάλει.
Μάθια κι αφθιά δα στέσουνε χωρίς να τσι θωρούνε
και ό,τι δου ντα μάθια ντως στο στρατηγό δα πούνε.
Στο γυρογιάλι τ’ Αλμυρού ωσά ντο ν-αμανίτη
το Νικηφόρο είδανε οι ΄Αραβες στη γ-Κρήτη.
Στο γυρογιάλι τ’ Αλμυρού ο Νικηφόρος φτάνει
και στρατοπέδου αρχινά στέλιωμα μάνι-μάνι.
Οι ΄Αραβες ξεσταίνουνται με του Φωκά τη φούργια
σάικα δεν ανήμεναν επίθεση καινούργια.
Στόλο δεν ανημένανε βυζαντινό γιαλίτη
κι ο Νικηφόρος πάτησε το μ-πόδα ντου στη γ-Κρήτη.
Πολιορκία αρχινά,τσ’ ΄Αραβες τσι μαντρίζει
κι α ν-τύχει να ’ρθει συντρομή τση θάλασσας μποδίζει.
Μαχίζει τσι Σαρακηνούς,πληθιαίνει τσι φοβέρες
μα νίκης ξετελέματα δε φέρνουνε οι μέρες.
Αραβική απομονή κι ο Χάντακας να στέκει
κι ο Νικηφόρος δε μπορεί να στέσει νίκης ζεύκι.
Απομονή και ο Φωκάς κάνει και καερέτι
και όλη όλη μια βολά πετρά ’φαε στο μπέτη.
Το στρατηγό το μ-Παστιλά πέμπει το Νικηφόρο
πομεσαθιό ’πό το νησί ν’ ανοίξει πράμα πόρο.
Ψυχανεμίζουντ’ οι οχτροί στση νύχτας το σκοτίδι
και το βυζαντινό στρατό δα κόψει το λεμπίδι.
Οι μέρες προπατούν ετσά και πλέκουν κι άλλο μήνα
βαρύς χειμώνας κόπιασε και σφίγγει και η πείνα.
Του Νικηφόρου τα αφθιά γροικήσανε ετότες
τραβάγια,να γιαγύρουνε θένε οι στρατιώτες.
Άφτει ο λόγος του Φωκά μες στσι καρδιές καμίνι
κι όλους τσι στρατιώτες του θα τσι καταπραΰνει.
΄Ερχεται σκιας κι η φρόνεψη του Βρίγγα και κλουθά του
πλήσες θροφές και μονετσά πέμπει του στρατεμάτου.
Επέρασ’ η χειμωνική κι εμίσεψ’ η αφούρα
η άνοιξη πολεμική φέρνει πάλι βαβούρα.
Τσ’ άνοιξης αναλώματα ο Φωκάς τα ξεκορφίζει
το σκέδιο τσ’ επίθεσης τσ’ Άραβες ξετρουμίζει.
Η μάνητα πολλώ χρονώ του Βυζαντίου ταίρι
και η φωθιά τσ’ επίθεσης είναι το παραχέρι.
Σαν τα θεριά μουντέρνουνε και αρχινά η πάλη
και η επίθεση κλουθά η μια πίσω στην άλλη.
Στερνή επίθεση ο Φωκάς καλά τηνέ σταφνίζει
και το τειχιό του Χάντακα ετοτεσάς γκρεμίζει.
Χύνουνται οι Βυζαντινοί κι αράσσουνε αντάμα
αιώνα τ’ ανημένανε ετουτονά το θάμα.
Μαχώνου τζι Σαρακηνούς,εδά τωσέ παντίδει
αράσσουνε και αρχινά το κατακαυκαλίδι.
Εβρήκανε τη σφαγαρά μπάρεμου τω γ-κουρσάρω
ενα να μην αφήσουνε ξετρέχουν άρον-άρο.
Όσο μπορούν οι ΄Αραβες βάνουνε αντιπάτι
μήμπας και τω Βυζαντινώ σφαλίξου ντο μ-περάτη.
Άφτει εδά η όργητα ωσά ντ’ ανελαμπίδι
και πέφτει πάνω στσ’ ΄Αραβες βυζαντινό λεμπίδι.
Τση νίκης τση βυζαντινής γροικάται το χαμπέρι
ένα λεφτό δε στένεται να σφάζει το μαχαίρι.
Η μάνητα πολλώ χρονώ κεντά το στρατιώτη
κι ετσά το αίμα τση σφαγής ανοίγει καταπότη.
Για να στομώσει ο Φωκάς τση φούργιας τα μαχαίρια
διατάσσει αλάργο να συρθούν σα δουν ψηλά τα χέρια.
Εφτά του Μάρτη ,ταχινή, μεράστρι λαμπυρίζει
τη νίκη τη βυζαντινή τηνέ καλημερίζει.
Τση νίκης οι Βυζαντινοί βάνουν γερό θεμέλιο
και ξαναθεί τση λευτεριάς πάλι το χαμογέλιο.
Συνεχίζεται….

ΓΛΩΣΣΑΡΙ*
ακάτεχος=άπειρος,ανώριμος
(ο)αμανίτης=το μανιτάρι (ξεφύτρωσε σαν τον αμανίτη=εμφανίστηκε ξαφνικά χωρίς να αναμένεται) αναλώματα= ξεσηκωμοί,επαναστάσεις,αναστατώσεις
(το)ανελαμπίδι=το προσάναμμα
ανεμαζώνω=συγκεντρώνω
ανεμπουκώνομαι= ανασηκώνω τα μανίκια για να αρχίσω κάποια εργασία,προετοιμάζομαι (το)αντιπάτι=η αντίσταση που προβάλλεται πατώντας σταθερά στο έδαφος το ένα πόδι απήτιμος=αφού
(η)απομονή=η υπομονή
αργοσάλευτος=βραδυκίνητος
(η)αποκοθιά= η τόλμη
απορπίζω=απελπίζω
αράσσω=ορμώ,αρχίζω επίθεση
αρίφνητος=αναρίθμητος,αμέτρητος
(η)αρμινειά=η συμβουλή,η υπόδειξη
(η)αφούρα=η πυκνή ομίχλη άφτει=ανάβει
 (η)βολά=φορά
 (η)βουλή=η γνώμη
γεμώνω=γεμίζω πλήρως
γερά=δυνατά
γιαγέρνω=επιστρέφω
γιακιστίζει=ταιριάζει
γιαλίτης= παραθαλασσιος
 γροικήσανε=ακούσανε
(το)γυρογιάλι=η ακρογιαλιά
(τα)διάπαντα= παντού,απ’ όλα τα μέρη
 (οι)δρόμωνες=βυζαντινά μεταγωγικά πλοία
εδά=τώρα
ετότες=τότε
ζαράρι=αντίποινα
 (το)ζεύκι=η διασκέδαση,το ξεφάντωμα
(τα)θάρρη=το θάρρος,η εμπιστοσύνη
θένε=θέλουν
 (η)θροφή=η τροφή
 (το)καερέτι=η υπομονή
 (η)κακαποδιά=η αναποδιά,η κακοτυχία
 καλιά=καλύτερα
 (το)κατακαυκαλίδι=δυνατό χτύπημα στο κεφάλι
 (ο)καταπότης=το αυλάκι
καταπραΰνω=ησυχάζω,ηρεμώ
 κειοσάς=εκείνος
κεντώ(προφέρεται κεdώ)=καίγομαι,ανάβω
κιαμιά=καμιά κλουθώ=ακολουθώ
(το)κολάι=το κουμάντο
κόπιασε=ήρθε(οριστική),έλα(προστακτική)
λεμπίδι=σφαγή (βλ. λεπίδα μαχαιριού)
λογιάζω=υπολογίζω,σχεδιάζω
μάνι-μάνι= γρήγορα
(η)μάνητα=ο θυμός
μαντρίζω=κλείνω στη μάντρα,περιορίζω,αποκλείω
μαχίζω=επιτίθεμαι, απειλώ
μαχώνω=στριμώχνω
(το)μεράστρι=το άστρο της μέρας, ο αυγερινός
μήμπας=μήπως
μόβουλα=ομόφωνα
(τα)μονετσά=τα πολεμοφόδια
μούδε=ούτε
μουντέρνω=επιτίθεμαι
μπάρεμου=πράγματι**
μπας=μήπως
(ο)μπέτης=το στήθος
(ο)μπιστικός=ο έμπιστος
 (ο)μπροστάρης=ο επικεφαλής
νταγιαντώ=υπομένω
ντελόγο=αμέσως
 ντίπι=καθόλου
 (ο)ντουχιουλμές=η έμμονη ιδέα
(το)νυφοστόλι=το στόλισμα της νύφης
(το)ξαμάρι=το υπόδειγμα
 ξαμώνω=στοχεύω,σημαδεύω
ξαναθεί=ξανανθίζει
ξεκορφίζω=βγάζω(οδηγώ στην κορφή)
ξεσταίνομαι=εκπλήσσομαι
(τα)ξετελέματα=η ολοκλήρωση
 ξετρέχω=επιδιώκω
ξετρουμίζω=νιώθω φόβο και ταραχή
ξομπλιάζω=σχεδιάζω,μτφ επιβάλλω
(η)όργητα= η μεγάλη οργή
(τα)πάθητα=τα πάθη,οι συμφορές
παντίδει=ταιριάζει
παραμπρός= πιο μπροστα,νωρίτερα
 (το)παραχέρι=ο βοηθός
 περαζούμενος=ο περασμένος
 (ο)περάτης= ο σύρτης
 (η)πετρά=το πετροβόλημα
 πληθιαίνω=αυξάνωπροσθέτω
 πολίτικος=ο καταγόμενος από την Πόλη
πομεσαθιό=το εσωτερικό,τα ενδότερα
 (ο)πόρος=το άνοιγμα,η είσοδος
πρίχου=πριν
προπατώ=περπατώ
(ο)Πρωτόλης= ο Ιούνιος
(το)ραέτι=φιλοξενία,περιποίηση
σιμώνω=πλησιάζω
σκιας=τουλάχιστον
(το)σκοτίδι=το σκοτάδι
(το)σκουτέλι=μικρή πήλινη λεκανίτσα
σταφνίζω=εκτιμώ με ακρίβεια
(το)στέλιωμα=η οργάνωση,το στήσιμο
στένω πανεγύρι=οργανώνω και αρχίζω πανηγύρι
 (δε)στένεται=δε σταματά
στομώνω=χαλώ την κόψη του μαχαιριού και δεν κόβει
 (η)συντρομή=η βοήθεια
σύρνομαι(πίσω)=υποχωρώ
 (η)σφαγαρά=η σφαγίτις φλέβα,το ασθενές σημείο
σφαλίζω=κλείνω
τάξε=σαν να
(το)τειχιό=το τείχος
(η)τραβάγια=η φασαρία
 (ο)τράφος=η ξερολιθιά
 (η)φούργια=πιεστική βιασύνη
(η)φρόνεψη=η σωφροσύνη
(το)χαλίκι=πολύ μικρή πέτρα
(το)χαμπέρι=η είδηση,το νέο
(η)χειμωνική=η χειμωνιά
 (τα)χελάνδια=βυζαντινά πολεμικά πλοία
χύνομαι= επιτίθεμαι
ψυχανεμίζομαι=υποψιάζομαι
ώσαμε=ίσαμε, μέχρι
ωστοσανά=τόσα πολλά
E-mail:klagoudian@sch.gr



http://archive.patris.gr/articles/103169#.W8T_I3szaUk

-------------------------------------------------------------------------------------------

*Το γλωσσάρι παρατίθεται μετά πασης επιφυλάξεως.
**Συνήθως σημαίνει τουλάχιστον.

Η 9η Ιουλίου του 1821 (Κυπριακή διάλεκτος)

Ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα στη Κυπριακή διάλεκτο αποτελεί το εκτενές αυτό ποιημα, γραμμένο από τον Βασίλη Μιχαηλίδη γύρω στο 1890. Ολόκληρος ο τίτλος του είναι "Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου", και παρατίθεται όπως βρέθηκε στη βικιθηκη.

---------------------------------------------------------------------------------------------------

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Ιστορίες στη Καππαδοκική διάλεκτο

Το βιβλίο Modern Greek in Asia Minor, γραμμένο από τον γλωσσολόγο R.M. Dawkins και εκδοθέν το 1916 από το Cambridge University Press, περιλαμβάνει μεγάλη πληθώρα ιστοριών γραμμένων στα Καππαδοκικά με τις Αγγλικές τους μεταφράσεις. Περιλαμβάνεται και ένα κεφάλαιο σχετικό με τη γραμματική των επιμέρους διαλέκτων της Καππαδοκικής μορφής της Ελληνικής.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Κείμενα Κυπριακής λογοτεχνίας

Δείγματα Κυπριακής διαλέκτου -τόσο της "λόγιας" της Αναγεννησιακής περιόδου, όσο και της πιο κοινής-, όπως υπάρχουν στο βιβλίο λογοτεχνίας της Α' λυκείου. Είναι σχεδόν αστείο που χρησιμοποιούμε κάτι τέτοιο ως πηγή υλικού, αλλά έχει αρκετά ποιήματα και τραγούδια συγκεντρωμένα.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Ulaghatsh* (Καππαδοκική διάλεκτος)

Η Καππαδοκική διάλεκτος, που ομιλείτο στη κεντρική Τουρκία μέχρι πριν περίπου έναν αιώνα, ήταν μια μορφή της Ελληνικής ευρισκόμενη στο όριο που διαχωρίζει τις διαλέκτους από τις γλώσσες. Πρακτικά αποτελεί κράμα της Ελληνικής και της Τουρκικής, τέτοιο που είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει κατανοητή από κάποιον που δεν έχει εξοικείωση και με τις δυο γλώσσες.

Όπως και η Ποντιακή, αποτελεί έναν γλωσσικό απόγονο της Ιωνικής διαλέκτου της αρχαίας Ελληνικής και ομιλείτο από τους απογόνους των Ιώνων που κατοικούσαν την ευρύτερη Μικρά Ασία. Σε αντιδιαστολή με αυτήν όμως, έχει πρακτικά πάψει να ομιλείται, καθώς οι όποιοι ομιλητές της είναι ελάχιστοι και υπέργηροι -αν και προ ολίγων ετών οι γλωσσολόγοι Janse και Παπαζαχαρίου ισχυρίστηκαν πως σε μια περιοχή της Μακεδονίας εντόπισαν και μεσήλικες με ικανοποιητική γνώση της. Γυρίστηκε μάλιστα και ένα ντοκιμαντερ με τίτλο "last words", στο οποίο εμφανίζονται ομιλητές της Καππαδοκικής -κυρίως υπερήλικες- να χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.

Η Καππαδοκική διάλεκτος, πέρα από ιδιαίτερη και σπάνια, είναι και παντελώς άγνωστη στους περισσότερους Έλληνες ακόμα και ονομαστικά. Οι Καππαδόκες αναγκάστηκαν να τη παραμερίσουν τελείως, αφενός επειδή ήταν ακατάληπτη στους ελλαδίτες, αλλά ίσως και επειδή είχε εμφανέστατη Τουρκικη επιρροή -οπότε η χρήση της μάλλον στιγμάτιζε τους ομιλητές της ως "τουρκόσπορους". Και, σε αντιδιαστολή με τους Ποντιους, δεν έκαναν προσπάθειες διατήρησής της.

Παρατίθεται σε μορφή εικόνων μια  ιστορία στα Καππαδοκικά με την Αγγλική της μετάφραση, παρμένα όπως είναι από το βιβλίο Modern Greek in Asia Minor, έκδοση του 1916 με συγγραφέα τον R.M. Dawkins, που θα ανέβει ολόκληρο σε μελλοντική ανάρτηση.

*Δεν είναι ο τίτλος της ιστορίας, που δεν δίνεται καν στη Καππαδοκική, παρά η κεφαλίδα της σελίδας στο βιβλίο.

-------------------------------------------------------



Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Όλον ο υσταρνός όντα χάται… (Ποντιακή διάλεκτος)

Παρατίθεται αυτούσιο όπως βρέθηκε στο ιστολόγιο epontos.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

του Βαχίτ Τουρσούν
Εγεννέθα σε έναν πολλά πολλά όμορφο μέρος. Με τση μάνα μ’ τη λαλία ένοιξα τ’ ομάτε μ’ σ’ αυούτο τον ντουνιά. Πάντα έρτε σο νού μ’, όντα έλεγε με «ε πουλόπο μ’» και λάγα ε γλυκοτέρενε με.
Το χωρίο ‘μουνα έτον ‘νάμεσα σα τρανά τα χλωά τα ραχία, όπου τον Ήλο πα’ πολλά ουκ έλεπαμε. Έτονε απές σ’ όρος και χτισμένο σε έναν κυλάδι απές, γομάτο με τα δέντρα. Σ’ όρος εβρίσκουσαν Αλάτε, Τεζία, Οξέας, Κλερθία, Κάστανα και άλλα πολλά. Είχεν έναν σουρί ορμία τ’ εκατίβεναν τρεχτά σο ποτάμι τ’ εμοίρεζεν το χωριό σα δυο. Λές κι εθέλεναν να προφτάνουν το ποτάμι για ν’ εκατίβαζεν ατά ση θάλασσα. Ούλα τα νερά, ακόμε και του ποταμή, επιησκούσαν. Είχαμε και πολλά ολοκάθαρα, ολοκάτενα πεγάδε το έστεκαμ’ και έπιναμε. Ανάμεσα ‘μουνα συντυχεναμ' Ρωμεικά. Εθάρεναμ’ ούλος ο ντουνιάς μαναχό το χωριό ‘μουνα έν’ και ούλοι οι άνθρωποι Ρομεικά συντυχαίνουν.
Το χωρίο ‘μουνα είχε και Παρχάρι. Όντα επέ(γ)ναμ σον παραχάρι, ασή χαρά ‘μουνα επέταναμε. Σου ζου τα γούλας εκρεμάναμε κολονόπα και σα κατσέτε ‘τουνα εκρεμάναμε κάτι σούσε. Εκρεμάναμ’ ατά πα’ ζνιχόπα για να μην οματέγουνταν. Άετς εσορέυκουμουνες πατσίδε, νιφάδε, παιδία, αγούροι και υναίκοι, ούλοι εντάμα με τα ζα, παρακαθευτά παρακαθευτά εμπέναμε σο δρόμο πριν ημέρωνε. Σα δρόμε επανκές, σατι επέ(γ)ναμε εράεβαμ', έβρισκαμ’ και εσωρεύαμε μόρε και ετρώγαμε. Κάπου, κάπου εγριμάλωναμ’ και εντόναμ’ επάν σ’ ατά τ’ έβρισκαμ’. Όνταν έγβαιναμε σε πλατή μέρος το είχεν πεγάδι, έστεκαμε και ένοιζαμ’ τα δαπάνας ‘μουνα και έτρωγαμ’. Έπιναμε το νερό ‘μουνα και εποτίζαμε και τα ζα ‘μουνα. Πάντα επεντούσαμε και σε άυτικο τόπο έναν καβαλτζή. Εκείνος έπαιζεν το γαβάλιν (χειλιαύλιν) ατ’ και εμείς εχορεύαμε. Ύσταρο ο κάθα εις εδέβαινεν σο δρόμον ατ’. Εμείς τα αγουροπαίδε, ως που έγβαιναμ’ σον παρχάρι, ετέρεναμ’ τα πατσόπα και εποίναμ' σεβνταλούχε. Σον παρχάρι ας τ' επέ(γ)ναμε, εβρισκούμουνες και παρακάθεβαμ’, επαίζαμ’ και εχόρευαμ’. Σον παρχάρι όλον όμορφα επέχκουσαν η πλάκα το οποίο επέχκουτουν με τα πλακούτσε τα λιθάρε και η μάτικα το οποίο επέχκουτουν με τ’ έναν στουρακί και ένα μικρό μακριτσέλι ξυλόπο. Τα ζα εδόναμε σε έναν τσοπάνο και ούλιν οι άνθρωποι εκευρόκοφταν τα χορτάρε σα κεγίρε 'τουνα. Πολλοί εκατήβεναν σ’ όρος και έκοφταν ξύλα. Ούλα τα θερινά ημέρας και τα μήνας, άετς εδέβαιναν. Όνταν εκλώσκουμουνες ασόν παρχάρι, τα μάγουλα ‘μουνα είνουσαν ολοκόκκινα όμον (αμόν) μήλα. Έκαφτε μας ο ήλος και εμαυρίζαμε πα’.
Ύσταρο εθράφαμε και γάλε γάλε εγρίκεσαμ’ ότι ασό χωρίο ‘μουνα και εξέθε είναι και αλέτερα πολλά χωρία. Είναι και πολύ ξένοι τ' ούκ εξέρουν τ’εμέτερο τη γλώσσα. Οι μέτεροι εσυντύχαιναν Ρωμεικά και οι ξένοι εσυντύχαιναν τούρκικα. Κρούει σο νού μ', όνταν έρθεν ένας ξένος σο σπίτι 'μουνα για ν' εγόραζεν τ'αγελάδι το είχαμε. Ο κύρη μ' και εκείνος κάτι εσυντύχαιναν. Εγώ άκουγα ‘τίνους άμα τίπο ουκ εγροίκενα. Όνταν επεί(γ)εν εκείνος ο ξένος, ερώτεσα τον κύρη μ’ γιατ'οποίο ουκ εγροίκεσα το έλεγαν. Είπε με, ότι “τούρκικα” εσυντύχαιναν και για τ' ατό ουκ εγροίκεσα. Ετότες, αρνάσεψα (αρχίνεψα = ξεκίνησα) ν’εγροικώ ό,τι ας εμέτερο τη γλώσσα και εξέθε έτον και αλέτερο γλώσσα ντ’ ουκ εγροίκενα εγώ. Είπε με και ότι, όνταν πάγω σ’οκουλί (σχολείο) εβρισκούτουν ελίγο έξου ασό χωρίο, εκεί να μαθάνω ατό τη γλώσσα για να εγροικώ και συντύχαινα.
Αρνάσεψα σ' οκούλι
Άετς εδέβαν' τα χρόνε και έρθεν η ημέρα, εγώ παλ' επήγα σ’ οκούλι (σχολείο) και αρνάσεψα να μαθάνω τα τούρκικα. Ο κύρη μ' και η μάνα μ’ είπανε με, αν μαθάνω καλά τα τούρκικα, να είνωμαι τρανός άνθρεπος και να γαζανεύω πολλά παράδες. Αν ουκ εμάθενα καλά τούρκικα, ν'επόμενα σο χωρίο και να ογράσσευα με του χωρίου τα δουλείας. Να λίχτρεβα τα χωράφε, νε κεϊρόκοφτα, ν' έπλωνα και εσώρευα χορτάρε, νε επέγνα έκοφτα  και εποίνα ξύλα ασό όρος και εφέρενα 'τα σο σπίτι. Αν ουκ εμάθενα τα τούρκικα, άϊτικα και άλλα πολλά δουλείας ν'εποίνα.
Πάντα κρούει σο νου μ' την ημέρα πε' αρνάσεψα σ’οκούλι. Έτον ένας ξένος άνθρεπος, ο οποίος τ' όνεμαν ατ' έτονε ογρετμένος (δάσκαλος). Εκείνο την ημέρα, όντα εκάτσαμε σα σκαμνία ‘μουνα, εκείνος εδέβαιν εμπρό 'μουν και αρνάσεψεν κάτι να λέει μας το εγώ ουκ εγροίκενα. Πίχτα πίχτα ερώταινα τ' άλλα τα παιδία και εκείνοι παλ' έλεγανε με το έλεγεν. Έλεγε μας, για να μαθέναμε' καλά τούρκικα, άλλο τα ρωμεϊκά ουκ ν'εσυντυχαίναμ'. Εφοβέρισε μας πα’. Όποιος εσυντύχαινεν άλλο τα Ρωμεϊκά, νε δαρκούτουν. Άμα ποίος ν' ακούεν ατόνα τον ξένο. Εμείς όνταν εγβαίναμε έξου, πάλι ρωμεϊκά εσυντύχαιναμ' και άετς επόρεναμ' και εγροίκεναμ’ ο εις τον άλλον για ν'επαίζαμ'.
Εφάγαμ' νταγιάχι (ξυλοδαρμό) για τα Ρωμεϊκά
Κρούει σο νου μ' παλ', έναν ημέρα έτον εξέβαμε έξου ασ' οκούλι και αρνάσεψαμ’ να παίζουμε. Εγώ  εβόησα πολλά αψέα έναν αρκαντάσι μ' (φίλο μου) και κάτι είπα ‘τόνα σα Ρωμεϊκά. Έκουσε με ο ογρετμένος και εβόησε με κοντάν ατ'. Επήγα εστάθα εμπρόν ατ' και ετέρεσ'ατόνα σον πρόσωπόν ατ'. Ελίγο έσουρεν τ’ ωτία μ' και ετίλισε με έναν βαρύ σαπλάχεα. Ας τόσον πολλά, ασ'ομάτε μ' τσίγιας ελάνκεψαν. Σίτα εδέκρεσα. Τ' άλλα τα γαρδέλε εστάθαν και εμάς ετέρεναν. Ύσταρο, εγώ εφήκα το παίξιμο. Άλλο ουκ επόρεσα παιξίναι.  Εδέβα σ’ έναν τσουντζί εκάτσα κά' και έκλαψα. Άετς εδέβανε τα χρόνε σ’ οκούλι. Για τα Ρωμεϊκά ποιος ουκε δάρθεν. Ούλιν έφαγαν σαπλαχέας, μουστέας και λαχτέας. Πολλοί απ' εμάς, πολλά επερμίναν επάν σε έναν ποδάρι, ως που να εγέρουν.
Όμορφα ημέρας πα’ είχαμε
Σο χωρίο, όμορφα ημέρας πα’ εδέβαξαμ’. Έρτε σ'αχύλι μ' που έναν ημέρα πριν να ημέρωσε έτον, η μάνα μ' αλήγορα εσκώθεν και εκατήβεν σο μαντρί για ν'εποίνεν τα δουλείας ατές. Εγώ απές σο ζεστό το στρώμα μ' εκοιμούμουν και ελέπα όμορφα όνειρα. Με τα λαλίας τση μάνα μ' εξυμνήγα. «Στα, ε διαβολόφαγο, μη λαχτίζεις και κουπίζεις ατό τ' έλμεξα» έλεγεν τ' αγελάδι τ' ελάχτιζεν σατή αλμέχκουτουν και «πότα πούλι μ' πότα» έλεγεν το μουσκάρι τ' ουκ εθέλενεν ν' έπινεν το νερόν εθέ. Άετς, έλμεξεν, εφάισεν, επότισεν, εσπούνκισεν και εξέβεν άνου. Η μάνα μ' εθάρενεν ότι εγώ ακόμε κοιμούμουνε. Ουκ εθέλενεν ν' εξύμνιζε με άμα εγώ τ’ώραν έτον τ' εξυμνίγα. Εξυμνίγα, άμα ασο στρώμα μ' πα’ ουκ εξέβα. Άετς τυλιγμένος σο γεργάνι επουκά, επέρμενα η μάνα μ' ν' εγβαίν ασό σπίτι και επ'εκεί ν' εσκούμουν. Ουκ εθέλενα ν' έλεπε με έξυμνος και εδώνε με οσπιτί δουλείας. Είχα σο νου μ', ν' επέγνα σο πορπάτεμα και σο παίξιμο με τα γαρδέλε του χωρίου.
Η μάνα μ' εξέβεν ασό σπίτι, επήγεν σα χορτάρε το κόψιμο. Εγώ παλ’ ελίγο υσταροκές, απ’οπίσαν ατές εσκώθα, εφόρεσα και γάλε γάλε ελίγο άνοιξα την πόρτα. Ετσούτισα και ετέρεσα, εθέλενα ν'ελέπα η μάνα μ' επήγεν, για ουκ επήγεν. Άετς σατή ετσούτιζα και ετέρενα, επλανμέρίκα σο δρόμο, είδα την αγάπη μ', τη σεβντά μ'. Με κάτι πατσίδε και νιφάδε του χωρίου, εκείνε πα’ ες' επέγνεν σ' όρος για τα χορτάρε. Ασή χαρά μ' επέταξα. Άλλο ποίος επορεί και κρατεί με. Άλλο ποίος πάει σο παίξιμο με τα γαρδέλε του χωρίου. Πριν φανείναι χνούδι και θρύμα, εγώ πα εξέβα ασό σπίτι και εσέβα σο δρόμο. Τρεχτά, επήγα έφτασα ‘τινους. Άετς με τ'εκεινούς εντάμα παρακαθέυτα, εφτάσαμε σ'όρος. Εκεί, ούλοι εσκορπίγανε αδά καi ακεί για νε σωρεύαν χορτάρε.
Εγώ επόμεινα με τη σεβντά μ' εντάμα. Εκείνε σατή έκοφτεν χορτάρε, εγώ πα’ εδέβα σα χαμοκέρας, σα μαμίκας μήλα και σα δίρκαπας τ' αράεμα. Ό,τι εσώρευα, σίτα έρχουμουν εμοίρεζα 'τα με την αγάπη μ' εντάμα. Ύσταρο, όνταν εγέντον μεσημέρι, ούλοι εσωρέφταμε σε έναν ίσο μέρος τ' εφήκαμε τα δαπάνας 'μουνα. Απ'εμέν και εξέθε, ούλιν ασα ξεροφάε 'τουνα κάτι ένκανε εντάμα. Εγώ, ασήν χαρά μ', τη δαπάνα παλ' ενέσπαλλα. Θρύμμα ψωμί, χνούδι φαγί ουκ επήρα εντάμα μ'. Άμα ο κάθα εις, ασή δαπάνα το είχεν, απ' ελίγο εμοίρεξεν και εδώκε με και έφαγα. Ύσταρο, παλ' ούλι εδέβαμε σα δουλείας 'μουνα. Εγώ εποίκα γιαρτιμί (βοήθια) τη σεβντά μ'. Εσώρεψα Χαλβάνε, Ματσιτάλε, Κουσούτε, Λάπαζα, Καρενέσε, Γλυκόριζας, Σαλούτε, Πεντικολαθιρίτρας και αϊτίκα. Εμείς με την αγάπη μ' εντάμα, προφτάσαμε και ασ' ουλουνούς εμπρό εποίκαμε το γομάρι 'μουνα και εδέβαμε επλάν εκάτσαμε. Ύσταρο, ομόν τ'εγομάρεγαν ούλι, εσέβαμε σο δρόμο για τ'οσπίτε 'μουνα.
Εξέβαμε σο γκουρμπέτι (ξενιτιά)
Εδέβανε τα χρόνε και εγώ ετράνινα. Εδέβα και επήγα σο γκουρμπέτι (ξενιτιά). Εκεκά, ούλιν οι άνθρωποι μαναχό τούρκικα εξέρναν και εσυντύχαιναν. Εμείς πα' με τα ελίγα τα τούρκικα που έξερναμ', ογράσευαμ' (προσπαθούσαμε) νε συντύχαιναμ’ με τ'εκεινούς. Εμείς πα’ έμουνες πολλοί ασ'έναν χωρίο και 'νάμεσα 'μουνα Ρωμεϊκά εσυντύχαιναμ’. Άμα ακόμε έρτε σ'αχύλι μ' (σο νου μ') λαγά έκρυβαμ' τα Ρωμεϊκά ασ'αλλουνούς. Όνταν ερώτεναν εμάς, τό γλώσσα εν ατό ντο συντυχαίνουμ, έλεγαμ’ ατίνους, ότι λαζικά συντυχαίνουμε. Ετότες τίπο άλλου ουκ ερώτεναν εμάς και άετς, εγλύτωναμ'. Ούλι αέτς εκρύφκουμουνες και αέτς εκρύβαμ’ και τη γλώσσα 'μουνα. Λες κι έτονε εντροπή αν έλεγαμ’, ότι συντυχαίνουμ’ Ρωμεϊκά. Γι'ατό ποίο εκρύφκουμουνες ουκ εγροίκενα. Όσο και αν κρύφκουμουνες, σο γκουρμπέτι (σην ξενιτιά), όπου αν επέγναμε, εράευαμ’ τ'εμέτερους ανθρώπους για ν'επόρεναμ’ και έβρισκαμ’ καλύτερα δουλείας και ν'επόρεναμ’ και εδέβαζαμ’ και ελίγο τη γαριπία (αροθυμία) τ'εσούρεναμ’.
Επήγα σ' ασκέρι (στο στρατό)
Όνταν έρθεν η ημέρα και επήγα σ'ασκέρι, εκεκά πα’ εράεψα πολλά για ν'έβρισκα κανέναν ασά χωρία 'μουνα για νε συντύχαινα τη γλώσσα μ'. Όσο ερώτεσα, κανείς ουκ εβρέθεν. Έναν ημέρα, έβρα έναν το έξερνεν ένα αλέτερο γλώσσα. Ερώτεσα ‘τόνα ασήν γλώσσαν ατ' και εθέλεσα επ'εκεί να λέει με κάτι ση γλώσσαν ατ'. Αρνάσεψεν να λέει με κάτι σε έναν γλώσσα το εμνέζενεν πολλά με τε μέτερα τα Ρωμεϊκά. Ερώτεσα 'τονα, το γλώσσα εν ατό, ντο συντυχαίν. Είπε με, ότι σο χωρίον ατ' λέγουνα Μουχατζίρκικα (προσφυγικά). Όνταν εκλώστα και είπα 'τονα, ότι η γλώσσα ντο συντυχαίν, εν Ρωμεϊκά, επαλαλώθεν! Ύσταρο και εσυντύχαισαμ’, πολλά επάν ση γλώσσα 'μουνα και εγροικέσαμ’ ότι συντυχαίνουμε ένα γλώσσα και οι δύοιν πα’ κρύβουμα με τα αλέτερα τα ονέματα.
Επήγα σην Λιμπύα (Λιβύη) με τον κύρη μ'
Ο κύρη μ' εδούλευεν ση Λιμπύα και έναν ημέρα εξέβεν και έρθεν. Έγω έμουν σο γκουρμπέτι (ξενιτιά). Εποίκανε με τελεφώνι και εκλώστα σο χωρίο. Έρθεν ν'επαίρενε με και επέγνεν ση Λιμπύα. Πολλά εχάρινα. Ν' έγβγαινα έξου ασήν Τουρκία και νε γαζάνεβα (κέρδιζα) και άλλο πολλά χρήματα. Αέτς, έρθεν η ημέρα και επήγαμε ση Λιμπύα. Εμέναμε ση Ντέρνα. Εκεί αδουλεύαμε με τον κύρη μ' εντάμα. Έχτιζαμ ντουβάρε και εποίναμε σουβά. Όλον εμπρό όνταν επήγαμε, ο κύρη μ' εξέρνεν πολλά Αράπτσε (αραβικά) το εγώ ουκ εγροίκενα. Εγώ όσο και αν επήγα σ’ οκούλι και έμαθα καλά την Αράπσε, όνταν έμουνε σην Τουρκία, ατά τ’ εσυντύχαιναμ' ση Λίμπυα ουκ εγροικίσκουσαν. Ύσταρο κες έρθα και τον κύρη μ' εδέβα.
Έναν ημέρα, σατή εδέβαινα ασ' έναν τικανί (μαγαζί), εμπρό, έκουσα να λέει κάποιος «κλειδί». Εκλώστα και ετέρεσα. Είδα έναν υναίκα να δίγει το κλειδί σε έναν άγουρο. Είπα απ' απέσα μ', να ακούγω κλειδί και ν'ελέπω κλειδί, κάτι ίνεται. Ελίγο επέρμινα ορθά εκεκά που έμουν. Ύσταρο κες', ομόν τ’ επ' εχωρίεν η υναίκα επ' εκεκά, επήγα ερώτεσα εκείνο τον άγουρο. «Έκουσα κλειδί και είδα κλειδί, γιάνλισε (λάθος) είδα γιαμ εσείς πα’ εξέρειτε Ρωμεϊκά;» Εκείνος πα’ ερώτεσε με, «εσύ, απόθεν εξέρεις το κλειδί;». Αέτς αρνασέψαμε να συντυχαίνουμε σα Ρωμεϊκά όσο επόρεσαμ’. Ελίγα απ'ατά τ'έλεγεν ουκ εγροίκενα πα’, αμα ας έν. Έφτανε με ατό τ'εσυντύχαινεν η γλώσσα εμνέζενεν πολλά σε 'μέτερα τα Ρωμεϊκά. Εγώ ασή χαρά μ' επέταξα. Εκείνος πα’ πολλά εχάρινεν. Αέτς εγνωρίγαμε. Τ'εκεινού τ'όνεμα έτονε Σαλάχ Αλί.
Ύσταρο, έναν ημέρα, σατή εδέβαινα ασό τικανίν (μαγαζί) ατ' εμπρό, πάλι είδε με και ελίγο εσυντύχαισαμ’. Ο Σαλάχ Αλίς, ελάλεσε με σ'οσπίτιν ατ'. Εδώκε με έναν αντρέσι (διεύθυνση) που ν'επέγνα και έναν ημέρα το ν'επέρμενε με. Όνταν έρθεν εκείνο η ημέρα, εγώ πα’ επήγα σ'αντρέσι τ'εδώκε με. Όνταν έφτασα, εντόκα σην πόρταν ατ', εκείνος ένοιξεν την πόρτα. Απές σο σαλώνι εσώρεψεν πολλούς ανθρώπους. Μαμικάντοι, παπουκάντοι, παιδία, πατσίδε, ούλιν έκλωσαν τον πρόσωπον άτουνα σε μένα μερ' και εμένα ετέρεναν. Εμείς, ελίγο εστάθαμε σο κατουθούρι έπαν. Ο Σαλάχ Αλής, εκράτεσε με ασ'έναν ωμί μ’, γάλε, γάλε, έγκεν το χέριν ατ' σην κοτύλα μ' και μισό εγκαλεστά, ερώτεσεν ση μισαφίρους ατ' σην Αράπτσε: «εμνέζει μας αβούτο το παιδί;». Ούλιν εκούνισαν τα κεφάλε 'τουνα και «ναι, πολλά εμνέζει μας», είπανε. Ύσταρο, εδέβαμε σο σαλόνι και εγώ εκάτσα κα' σε έναν κεκά. Κάτι γραίοι και γέροι έρθαν σο γιάνι (κοντά) μ', εγκαλέσταν και εφίλεσάνε με. Ερώτεσανε με τ'όνεμα μ' και απόθεν είμαι. Ούλιν εθέλεναν ν'εσυντύχαιναν με τ'εμένα. Ούλοι, κάτι εθέλεναν ν'ερώτενανε με. Άμα έσανε πολλοί και με κάποιους επόρεσα και με κάποιους ουκ επόρεσα συντυχαισείναι. Ύσταρο επ'εκεινούς εγνώρισα πολλούς. Ούλιν το έξερναν και εσυντύχαιναν Ρωμεϊκά, έσανε ασοί τρανούς ανθρώπους τση Ντέρνας. Ούλοι εχουγεμένοι (σπουδαζμένοι), δεβαζμένοι έσαν. Ο τρανός αδελφός του Σαλάχ Αλή, έλεγαν ατόνα, Σαλάχ Αχμέτ. Σαλάχ έκουεν ο κύρης άτουνα. Ο Σαλάχ Αχμέτης έτονε όλων ο τρανύτερος σον πόλης (αστυνομία) τση Ντέρνας.
Πάντα κρούει σο νου μ' και ουκ ανεσπάλλω, έναν ημέρα έτον, επήγανε κάποιοι Λιμπυαλίδες επάτεσανε το σπίτι του Καντάφι και εθέλεναν ν'εσκότωναν ατόνα. Ουκ επόρεσαν και ούλιν εδάρθαν. Σε εκείνα τα ημέρας, κανέν ουκ εφήνανε το βράδυ, την νύχτα ν'έγβαινεν έξου και πορπάτενεν όμον τ'εθέλενεν. Όποιον εβρίσκανε έξου, έπλεναν, εφέρεναν ατόνα σον πόλης (αστυνομία) και αν έτον ξένος, χαρτία πα’ αν είχεν, ελιτόρευαν ατόνα ασην Λιμπύα. Επ'εκείνα τα ημέρας έναν ημέρα επήγα σ' έναν χορότε το είχαμε σην Ντέρνα. Επήγα για το παρακάθεμα. Εκάτσαμε κα' και σατή επαρακθέυαμε εβραδέσαμε. Αργά το βράδυ, εξέβα έξου και ες επέγνα σο σπίτι. Σατή επέγνα, σ'εναν και κα', ο πολίσης (αστυνομικός) εστάισε και ερώτεσε με τα χαρτία μ’. Επάνε μ'τίπο ουκ είχα. Επήραν ένκανε με σο καρακόλι (Αστυνομικό τμήμα). Εκεί σο σαλώνι, έπεη (αρκετά) επέρμεινα. Έξερνα ότι σε εκείνα τα ημέρας, ο Σαλάχ Αχμέτης, ουκ έτον εκεί. Επόλισαν ατόνα σο Βενγκάζη και σην Ντέρνε ένκανε έναν αλέτερο το έτον σο κεφάλι του πόλις (αστυνομίας).  Άμα απ'απέσαμ «για ας πάγω δίγω το όνεμάν ατ' και ας τερούμε το να ίνεται», είπα. Αέτς, εσκώθα και επήγα, ερώτεσα τον Σαλάχ Αχμέτ. Όνταν έκουσαν το όνεμαν ατ', ερωτέσανε με, απόθεν εγνωρίζ'ατόνα. Είπα 'τίνους, ότι εγνωρίγουμες καλά και πάγω και σ'οσπίτιν ατ'. Σίτα (αμέσως) εποίκανε τελεφώνι τον Σαλάχ Αχμέτ και είπαν ατόνα αέτς και αέτς. Το είπεν ατίνους ουκ εξέρω. Άλλο μία ετέρεσα οι πολισοί επήρανε άψιμο. Σίτα (αμέσως) ένκανε σην πόρτα και  κα' έναν τζιπί (jeep) και εβάλανε με απές και εσέβαμε σο δρόμο. Σατή επέγναμε, είπανε με να δίχν'ατινούς το δρόμο του σπίτι που έμενα. Αέτς έγκανε με σο σπίτι. Όνταν εντόκαμε σην πόρτα, ο κύρη μ' άνοιξε την πόρτα και όνταν είδεν τσοι πολίσους εμπρόν ατ' εσπάραγεν. Εθάρεσεν έρθανε ν'επέρουνε μας και σύρουνε μας έξου. Οι πολίσοι είπαν ατόνα, «αβούτο τον παίδα σο δρόμο εύραμε, άσκεμα ημέρας δεβάζουμε, άλλο μην αφήνεις ατόνα να πορπατίει τη νύχτα». Αέτς εβάλανε με απές και εποχωρίγανε. Ο κύρη μ' πα ελίγο ετάβισε με άμα έτον χαρέμενος πα’.
Όνταν έμουνες ση Λίμπυα, εγώ αϋναίκιγος (ανύπαντρος) έμουν, Εκεκά ασή Ρωμαίους τση Ντέρνας, εγνώρισα και αγάπεσα έναν πατσή πα’. Τ'όνεμαν ατές, Σελβά έτον. Με την Σελβά έπεη σεβνταλούχε εποίκαμ’. Με τ' εκείνενα εντάμα, όμορφα ημέρας εδέβασαμ’ και όμορφα παρακάθε εποίκαμ’. Ύσταρο ας τη εκλώστα σην Τουρκία, άλλο ουκ επόρεσα πανείναι σην Λιμπύα. Ας τόσο αγάπεσα 'τενα, τ' όνεμαν ατές  εδώκα 'το τσ'αδελφής μου την πατσή. Αρ η ανεψιά μ' πα Σέλβα ακούει.
Εκλώστα σην Τουρκία και πήγα σην Αντάλια σο κουρμπέτι (για ξενιτιά)
Με τον κύρη μ' εντάμα όντα εποχωρίγαμε ασή Λιμπύα και έρθαμε σην Τουρκία, εγώ εδέβα σην Αντάλια για τη δουλεία. Εκεκά, επήγα αρνάσεψα ση δουλεία σε έναν οτέλι (ξενοδοχείο). Έμουνε σο ρεσεψιόνι. Έναν ημέρα, εύρα και εγνωρίγα με τ'έναν παιδά τ'εδούλευεν και εκείνος πα’ σε ένα αλέτερο οτέλι. Είπε με, ότι κάπου κάπου έρχουντανε τουρίστοι ασό Γιουνανιστάνι. Εγώ πολλά εθέλενα ν'έβρισκα κάποιον άνθρεπο ασό Γιουνανιστάνι και ερώτενα ατόνα ασή γλώσσα μ', ασά Ρωμεϊκά, απ'εμάς τ'επόμεινανε οπίς. Εθέλενα νε μάθενα ποιοί είμεστ' και πόσο τα Ρωμεϊκά εμνέζουν με τη Γιουνάντζε (ελληνικά). Πάντα μεράχι είχα 'το. Για τ'ατό, είπα εκείνο τον παιδά, ν'εφτάει με ένα τελεφώνι αλλομία όνταν έρχουσαν τουρίστοι ασό Γιουνανιστάνι. Αέτς εποχωρίγαμε.
Αέτς εδέβανε καντρία ημέρας. Έναν ημέρα τ'ουκ είχα βάρδιε, αλήγορα εσκώθα άμα πούθεν ουκ επήγα για το πορπάτεμα. Εδέβα, εκάτσα κά' σε έναν τσουντζί (γωνιά) του οτελί. Επλέσε με έναν τρανό γαριπία. Εγαριπέφτα το χωρίο μ', τ'ορμία, τα ποτάμε, τα παρχάρε, ούλα ό,τι είχεν ο χωρίος μου.
Απέσα μ' αρνάσεψεν έναν τρανό φουρτουνάς το οποίο ουκ επόρεσεν εινείναι δάκρε και εγβείναι ασ'ομάτε μ', μόνο τ'οματοτσάτσε μ' εβρέξεν. Ούλο τ' άλλο, εκλώστεν εγέντον ίδρωμα και ετσόρτισεν ασό πηχτό και ψηλοτριπεμένο το πετσί μ'. Ούκ εθέλενα ν'έκουγα τα πολλά τα λαλίας ασοί ξένους ανθρώπους τ’ εκλωτηογυρίγουσαν ολόγερα μ', ουκ εθέλενα ν'έκουγα τ'αραπάδες τε φούσκωναν το κεφάλι μ', ουκ εθέλενα ν' ελέπα οσπίτε στιβαγμένα τ'έναν τ'αλλο επάν', ουκ εθέλενα ν'επορπάτενα σα πλατέα τα δρόμε τ' ουκ έμουν μαθεμένος. Αέτς, εκούισα τρανά τσοι χωρότας μου. «Ελάτε επαρείτε και φερείτε με σο χωρίο μ', επαρείτε φερείτε με σα παρχάρε μ' επανκές. Θέλω να πορπατώ σα μικρά τα δρομόπα του χωριού, θέλω να καταλαγκεύω σα παρχάρε επανκές όμον τα ζερκάδε, θέλω να παρακαθέυω με τα πατσίδε του χωριού, θέλω ν'ελέπω την Φατιμέ και να λεγ'ατένα σα Ρωμεϊκά, “αγαπώ σε”. Ουκί θέλω να είμαι εντάμα με τα ξένα τα πατσίδε το μυρίζουν όμορφα κολώνιας, θέλω ν'επέρω τον μυριχτό τ'έχουνε τεμέτερα τα πατδίδε». Ας τόσον τρανά εκούιζα, λες και εκούσανε με τα ραχία τση Μαύρης Θάλασσας και εκουνίγανε. Άμα σο σαλόνι του οτελί, μόνο ελίγο σοσόνιχτος ακουγούτουν απ'εμένα. Αέτς αρνάσεψα να νομίζω ούλα ατά τε μέτρεσα. Αέτς σο όνειρο μ', εγλέξα και επήγα σο χωρίο. Εκεί που αρνάσεψα ν'επαίρω το δρόμο σον παρχαρί μερέα, να ακούγω την μελωδί του γαβαλί, να μοιρέσκομε τα τέρτε μ' με τα πατσίδε του χωριού, ένας ρεσεψιονίστης εξύμνισε με ασ'όμορφο τ'όνειρο τ'έλεπα. Κάποιος, εράευε με σο τελεφώνι. Έτον εκείνος ο παιδάς τ’ εγνώρισα και είπα 'τονα ν'εφτάει με τελεφώνι όνταν έρχουσαν τουρίστι ασό Γιουνανιστάνι. «Αλήγορ’, έπαρ έναν ταξί και έλα, έρθαν κάτι τουρίστοι ασό Γιουνανιστάνι και σ'ελίγο ν'αποχωρίγουνταν ασ' οτέλι. Αδά ουκ έμουν για ν'εποίνα σε εμπρότερα τελεφώνι. Αρ έρθα και είδα'τινους», είπε με. Ετότες καλά καλά εξύμνιγα ασόν όνειρό μ'. Επήρεν έναν χαρχαταρία σην ψυ μ'. Ουκ εχώρενεν απέσα μ'. Τα χτυποκάρδε μ' εξέβανε σην κορφή. Ας εμπροτιζνώ τον φουρτουνά πα' οπίς ιχνάρι ουκ επόμεινεν. Έναν χαρά το ουκ εγνώριζα, εγομώθεν απέσα μ'. Λες και κατ'είνα μέτερο τ' ουκ είδα πολλά χρόνε, να πάγω ν'ελέπ' ατόνα.
Αέτς ελάγγεψα έξου, εύρα και ενήβα σε έναν ταξί και επήγα σ'εκείνο τον παιδά. Εκείνος πα' σο ρεσεψιόνι σατ' εδούλευεν, τ'ομάτεν ατ' έξου, εμένα ερέζενεν. Ομόν το είδε με, «δέβα, ακεί πλαν μερέα εν η αραπά», είπε με. Εγώ σίτα εκλώστα οπίς και επήγα σην αραπά κεκά. Το πόσο χτύπο είχεν η καρδία μ', απ' επάν ασά φορεσίας τ'εφόρενα εφανερούτουν. Έγυρα ες εγέρω χαλί είχα. Ουκ έξερνα πα’ τίνα να πάγω ν'ελέπω και με τίνα το να συντυχαίνω. Εντροπεχτά, εσέβα σην αραπά. Μισό γομάτο έτον και επέρμενεν να έρχουνταν οι άλλοι για ν'έχπανεν. Εγώ ελίγο ετέρεσα τσ' ανθρώπους τ' έσανε απές σο οτομπίσι (πούλμαν). Λες κι εράευα κανέναν τ'εγνώριζα. Πολλοί πα’ ετέρεσαν σε μένα μερέα. Εμπρότερα πούθεν ουκ είδανε με και κανείς ουκ εγνώριζε με. Εθαρέσανε κάτι να θέλω ατίνους. Ασήν εντροπία μ' ες εκλώσκουμουν οπίς και έγβαινα έξου. Ετότες έρθεν τση μάνα μ' η γλώσσα και έλυσεν την γλώσσα μ' και ερώτεσα, «αδά 'πες απ' εσάς κανείς εξέρ’ Ρωμεϊκά;». Ούλοι άλαλοι εκλώσταν και ετέρεσάνε με. Επορεί να μην εγροίκεσε κανείς τίπο ασ'ατά ντο είπα. Αέτς όμον τ'ετέρενα αδά και ακεί απές σην αραπά, είδα ένα μαμίκα τ'εσκώθεν επάν σα ποδάρεν ατές και εθέλενεν κάτι ν' έλεγε με, άμα ουκ έξερνεν απόθεν ν'αρνασευεν. Ετέρενεν σ'ομάτε μ' απές. Πάλι εγώ έλυσα τη γλώσσαν ατές τ' εκλειδώθεν. Ερώτεσα 'τενα, «ε, μαμίκα, εξέρεις Ρωμεϊκά;». Η γραία υναίκα, εξέγκεν τη λαλίαν ατές και αρνάεσεψεν να συντυχαίνε. «Απόθεν είσαι;», ερώτεσε με. «Ασήν Τραπεζούντα είμαι», είπα 'τενα. Η μαμίκα, όμον το έκουσεν την «Τραπεζούντα», αρνάσεψεν ν' εγβαίν ασόν τόπον ατές και έρτε σο γιάνι μ'. Αέτς, σατή εκράτενεν αδά και ακεί, έσκισε το στενό το σαλωνόπο και έρθε σο γιάνι μ'. Εγώ ετράχωσα και επόμεινα σον τόπο μ', αέτς ομόν το έστεκα ορθά. Ουκ επόρεσα ν'εγροικώ, ν'ερμηνεύω σο νου μ' για το ποίο ατέ η μαμίκα ογράσευ να έρτε σε μένα μερ'. Για τ'ατό, χνουδί ουκί λαΐίστα ασόν τόπο μ' για να πάγω σ'εκείνενα μερέα. Η μαμίκα έρθεν ουκ έρθεν, σίτα ετυλίεν ση γούλα μ' και εγκαλέστε με. Σατή έκλαιεν, «ε πουλί μ’, να ίνομαι γουρπάντης σα ποδάρε σ'», έλεγεν. «Εσύ τ'αραεύεις αδακές, εσείς ακόμα αδακές ζείτε», ερώτενεν. Εκράτενεν ασά ωμία μ' και μία ετέρενε με απές σ'ομάτε μ' και ύσταρο παλ' εγκαλέσκουτουνε με. Ασ'τόσον εγαυρώσεν επάνε μ' και ασ'τόσον έσπιγγε με, τα δάκτυλαν ατές ενούιζα καλά καλά σο πετσί μ'. Εγώ πα ελίγο εκράτενα. Ουκ εξέρνα για το ποίο εγομώθανε τ'ομάτε μ' και εθέλενα ν'έκλαιγα. Αέτς ομόν τ’ έμουνες, έναν λαλία εξύμνισε μας. Ούλιν έρθανε και εθέλεναν ν' εμπένανε σο δρόμο. Ασήν αραπά απές, είς εβούισεν και είπεν τη μαμίκα να δέβεν σον τόπον ατές. Η μαμίκα σατή έκλαιεν, έφηκέ με και εκλώστεν οπίς. Σατή επέγνεν, τ'εμπρόν ατές πα'ουκ ελέπεν. Με το ζόρι επορπάτενεν. Τ'ομάτεν ατές γομομένα δέκρε έσανε. Εγώ πα’ εκατήβα κάτου και εδέβα σην μαμίκα μερέα για ν' έλεπ'ατένα άλλο μία. Η αραπά έχπασεν και επήρεν το δρόμο. Ελίγο ετερέθαμε με την μαμίκα. Εκείνε έκλαιεν. Ελάησε με το χέριν ατές. Η αραπά ομόν τ'εγίρισεν και εχάθεν ασ'ομάτε, εγώ ετότες αρνάσεψα να κλαίγω. Επήγα σε έναν τσουντζί, εκάτσα κά' και έκλαψα ως που εχόρτασα. Λες και η μαμή μ' έρθεν ασό χωρίο είδε με και πάλι εφήκε με μαναχός σο γκουρμπέτι και εκλώστεν οπίς.
Έρθα σο Γιουνανιστάνι
Ύσταρο ασά κανδύο χρόνε, έκοψα το μπιλέτι μ' (εισιτήριο) και εσέβα σο δρόμο για το Γιουνανιστάνι. Ουκ επορώ να ερμηνεύω σας τη χαράν ντο είχα. Πριν φτασείναι σα σύνορε, η καρδία μ' παλ' επήρεν άψιμο. Αέτς εφτάσαμε και εδέβαμε ασό σύνοροι. Η ψυ μ' απέσα μ' και εγώ σην αραπά ουκ εχώρεναμε. Εθέλενα ν'εγβαίνα έξου και έβρισκα κάποιον άνθρεπο για νε συντύχαινα με τ'εκεί Ρωμεϊκά. Νε τέρενα εγροικάει με γιαμ ουκ εγροικάει με. Ν'εγόραζα κάτι τ'εθέλενα σατή εσυντύχαινα τση μάνα μ' τη γλώσσα. Σατή επέγναμε σο δρόμο, καπούκεκα η αραπά 'μουνα εστάθεν για το φαγί. Εξέβα έξου και ομόν παλαλός ετέρεσα αδά κ'ακεί. Επήγα, εύρα είναν και ερώτεσα 'τονα που εν το τουαλέτι, έδειξε μ' α’, έναν άλλον π'εύρα, ερώτεσα 'τονα που επορώ και τρώγω φαγί, έδειξέ με την λοκόντα (εστιατόρειο), ύσταρο εξέβα έξου και ογράσεψα να συντυχαίνω με όποιον έβρισκα εμπρό μ'. Εξέβα ασήν Τουρκία το έκρυφταμε τη γλώσσα μουνα και έρθα σο Γιουνιστάνι. Αδά και κά' νε συντύχαινα μαναχό τση μάνα μ' τη γλώσσα γι ν'εγροικισκούμουνε με τσ'ανθρώπους. Άλλο ουκε ν' έκρυβα τη γλώσσα μ' και άλλο ούκε ν' εντρεπούμουν ν’ εσυντύχαινα ατό. Τρανό χαρά.
Ύσταρο, εσέβαμε σην αραπά και επήραμε το δρόμο για την Αθήνα. Σο δρόμο σατή έρχουμουνες' ετέρενα τα γράμματα και ογράσευα νε μάθενα ‘τά. Όνταν έφτασαμε στην Αθήνα, εβραδέσαμε. Εξέβαμε έξου και ο καθαείς επήρεν το δρόμον ατ'. Εγώ επήγα εύρα έναν οτέλι και έμεινα. Όνταν εσκώθα τ’ άλο την ημέρα, η ώρα εδέβεν. Έξου έβρεχεν. Εξέβα σο παλκόνι και ετέρεσα όλη την Αθήνα. Έναν τρανό πόλη. Οι άνθρωποι κάτου σα δρόμε, ο ένας αδά επέγνεν και ο άλλος ακεί. Το ν'εποίνα και που ν'επέγνα, ουκ εξέρνα.
Έβρα και εγνώριγα με τσοι μέτερους
Ύσταρο ασά δύο, τρία μήνας, εύρα τσοι μέτερους Ρωμαίους ασήν Μαύρη Θάλασσα. Αέτς αρνάσεψα ν'εγνωρίγομε με τ'εμέτερους. Όσον εδέβαν τα ημέρας, τα μήνας και τα χρόνε, εγνώρισα πολλούς Ρωμαίους το είχανε ρίζας ασήν Μαύρη Θάλασσα. Αδά και κά' «Πόντιοι» έλεγαν ατίνους. Με τα εγνωριμίας τ'εποίκα, έναν ημέρα' εβρέθα σε έναν ρωμέικο χωρίο. Εγέντουμουν μουσαφίρης σε έναν οσπίτι. Έτον εκεί έναν μαμίκα το άκουεν Σουμέλα. Όνταν είπα 'τενα ότι είμαι ασήν Τραπεζούντα, εκείνε πα' αρνάσεψεν σα κλάμματα. Είπε με, ένα σουρί ιστορίας ασήν Μαύρη Θάλασσα. Είπε με όνταν εξέγκανε τσοι Ρωμαίους ασά χωρία 'τουνα, σα δρόμε επανκές εσκοτώθανε και εχάθανε πολλοί άνθρωποι και πολλά γαρδελόπα ασοί Ρωμαίους. Σα παλαιά τα χρόνε, σην Μαύρη Θάλασσα τα νιφάδε έσαν μικρά. Πολλά μικρά έντριζανε τα πατσόπα. Για τ'ατό, πολλά ασά νιφάδε, τ' εχάσανε τα παιδίαν ατουνα, ύσταρο κες' εχάσανε και το νου 'τουνα και επαλαλώθανε. Η μαμίκα Σουμέλα, σατή ξεφορτούτουνε επάνε μ' το βαρύ το γομάρι 'τες τ'εκοβάλενεν ατόσον χρόνε, εγώ πάλι σο νου μ' εβρέθα σην Ανταλάια και έρθεν σ'αχύλι μ' εκείνε η μαμίκα το επέντεσα σο τουριστικό το γκρούμπι. Αρ εγροίκεσα για το ποίο εγάβρωσεν επάνε μ' και έκλαιεν ατόσον πολλά. Ποιος εξέρ’, επορεί να έτον επ'εκείνα ασά νιφάδε τ’ εχάσανε τα πουλόπαν 'ατουνα σα δρόμε επανκές και αέτς όμον το έβρε με, εθάρεσεν, ότι έμουνε το χαμένο το πουλόπον ατές...
Όλον ο υσταρνός όντα χάται...
Θέλω ν'εξέρειτε. Ο Πόντος, ουκ εχάθεν. Ο Πόντος γιασαγεύ’, ζει άμα ψυχομαχίζ’. Τα Ρωμεϊκά 'μουνα χάνταν στέκουν. Οι πιο πολλοί απ'ατινούς τ'εσυντύχαιναν αυούτο τη γλώσσα, εξέβαν ασά χωρία και εσκορπίγαν σ'ούλο την Ανατολή. Σα χωρία ελίγοι επόμινεν.  Οπ'επόμειναν πα' είναι γραίοι και γέροι. Μαμίδες και παππούδες το περμένουν να δίγουν την ψυν άτουνα για να θάφκουνταν σα χώματα 'τουνα. Σ' όρος καϊνείς ού’ πάει και αέτς, τα ονέματα ασά δέντρα ανεσπάλκουνταν στέκουν. Πατσίδε και νιφάδε πα’ ουκ επόμειναν το πάνε σ' όρος, κόφτουν και φορτούντανε χορτάρε. Για τ'ατό, ούλα τα ονέματα ασά φυτά, ασά χορτάρε και ασά τσιτσέκε πα’ χάνταν στέκουν. Τα μικρά τα παιδόπα και τα πατσόπα πολλά ελίγα Ρωμεϊκά εξέρουν. Αρνάσεψαν 'νάμεσα 'τουνα να συντυχαίνουνε μαναχό τα τούρκικα. Τ'εκεινέτερα τα γαρδέλε, Ρωμεϊκά ούκε ν'εξέρουν. Εκείνοι το εξέβαν ασό χωρίο και εσκορπήγαν αδά κ'ακεί σοι ξένους απές, ου πορούν να συντυχαίνουν τα Ρωμεϊκά όμον το θέλουν. Αέτς όσο δέβεν ο χρόνος ανεσπάλουν ατά.
Ουκ εξέρω επ'εκεινούς το εξέβαν ασό χωρίο, πόσιοι άνθρωποι, ποιός πάππος, ποιά μαμίκα, ποιά νύφε, ποιά πατσή και ποιός παιδάς σε ποιο πουτζαχί (γωνία), σε ποιο τσουντζί (γωνία), μαναχός κάθεται και νουνείζ' το χωρίον ατ'. Ουκ εξέρω πόσοι κλαίγουν και άλλοι πουστουρίζουν τα Ρωμεϊκά 'τουνα, τη γλώσσα τση μάνας ατουνα. Άμα εξέρω, με τον κάθε είναν το ψυχομαχίζ’, ψυχομαχίζουν και τα Ρωμεϊκά. Με τον κάθε είναν το δίγει την ψυν ατ', με τ'εκείνονα εντάμα χάντανε και ένα σουρί Ρωμεϊκά κελιμέδες (λέξεις). Και όλον ο υσταρνός τ'εξέρ Ρωμεϊκά, όνταν δίγει την ψυν ατ' και χάται, ετότες να χάνταν και ούλα τα Ρωμεϊκά. Ετότες να χάτε και ο Πόντος!
Ετότες, τα Ρωμεϊκά λαλίας πα' να κόφκουνταν. Άλλο Ρωμεϊκό λαλία, ούκε ν'ακούετε πουθενκεκά. Άλλο Ρωμέικα λαλίας ούκε να σκορπίγουνταν σον ουρανό. Και η αγάπη σ' αυούτο τη γλώσσα, άλλο ούκε ν'επορεί και σον ουρανό ευρίεται με τ'αδέλφεν έθε. Άλλο η αγάπη, ούκε ν'επορεί και εντάμον με την αγάπην έθε και λέει εκεί «αγαπώ σε».
Σημείωμα: Όλες οι έντονες γραμματοσειρές περιέχουν τσιτακισμό! Για παράδειγμα: το "και" προφέρεται ως "τσε", το έντονο "σ" προφέρεται ως "sh", το έντονο "χ" προφέρεται ως "sh" και η έντονη "ε" σημαίνει ότι είναι πληθυντικό και είναι "ια". Το κάθε απόστροφο σημαίνει ότι λείπει φωνήεν από πίσω ή από μπροστά του σαν αυτά "α, ο, ου, ε, κλπ."!

Συγγραφέας: Βαχίτ Τουρσούν 20/04/2014, Νέα Μάκρη/Αθήνα
Μετατροπή από Λατινικούς σε Ελληνικούς χαρακτήρες: Χρήστος Κωνσταντινίδης


Η Καινή Διαθήκη στα Αρβανίτικα!

Από τα απειροελάχιστα βιβλία που εκδόθηκαν στα Αρβανίτικα, η έκδοση αυτή της Βίβλου το 1827 βασίστηκε σε μια δημοτικίζουσα* μετάφραση της Καινής Διαθήκης, που μεταφράστηκε κατόπιν στα Αρβανίτικα. Τα δυο κείμενα εμφανίζονται το ένα δίπλα στο άλλο -διευκολύνοντας απείρως τη σύγκριση των δυο γλωσσών.


Το παρακάτω .pdf βρέθηκε στη ψηφιακή βιβλιοθήκη της google. 
Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν εμφανίζεται, επικοινωνήστε άμεσα με τον διαχειριστή του ιστολογίου.


*Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική θα θεωρείτο μεγάλη ύβρις, όπως φάνηκε στις αναταραχές του 1901 που πέρασαν στην ιστορία ως "Ευαγγελικά". Η συγκεκριμένη μετάφραση έγινε σε μια μορφή της Ελληνικής με επιτηδευμένους καθαρευουσιανισμούς, πλην όμως πλήρως κατανοητή στον απλό Έλληνα. Είναι πιθανό να μη κυκλοφόρησε ποτέ επίσημα, μιας και η μετάφραση ή παράφραση της Καινής Διαθήκης σε απλούστερες μορφές της Ελληνικής από την ελληνιστική κοινή τιμωρείτο με ανάθεμα. 












Ο Αστερίξ στα Κρητικά

Το παρακάτω έγγραφο βασίζεται σε εξωτερικό σύνδεσμο και δεν ανέβηκε από τον γράφοντα. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν εμφανίζεται επικοινωνήστε άμεσα με τον διαχειριστή.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------








Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Αρβανίτικοι διάλογοι

Μια από τις πιο ιδιαίτερες διαλέκτους του ευρύτερου ελλαδικού χώρου είναι η Αρβανίτικη. Ιλλυριογενής γαρ, η Αρβανίτικη διάλεκτος είναι ακατάληπτη στους Έλληνες, αλλά κατανοητή στους Αλβανούς -τουλάχιστον τους ομιλούντες τη Τοσκική διάλεκτο της Αλβανικής, από τη μεσαιωνική εκδοχή της οποίας προέρχεται. 

Αν και το συντακτικό και η γραμματική είναι Ιλλυριογενές, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου, τα Αρβανίτικα ομιλούνται με Ελληνική προφορά ενώ ένα σημαντικό ποσοστό λέξεων είναι ξεκάθαρα Ελληνικό. 

Η Αρβανίτικη είναι μια από τις διαλέκτους που ομιλούνται όλο και λιγότερο, εν μέρει από το ζήλο των ίδιων των Αρβανιτών να δείξουν ότι είναι γνήσιοι Έλληνες (κάτι αδιαμφισβήτητο, δεδομένου ότι το έθνος είναι κοινωνικοπολιτική οντότητα), αλλά και από τους λόγους που κάνουν τη χρήση των διάφορων διαλέκτων να φθίνει: περιέπεσε σε αχρηστία επισκιαζόμενη από την επίσημη γλώσσα. Άλλος παράγοντας, η πίεση των δασκάλων στα παιδιά να παραμερίσουν την Αρβανίτικη (όπως συνέβη με τα Βλάχικα και τα Τσακώνικα) και να χρησιμοποιούν μόνο την Ελληνική.

Παρατίθενται δείγματα διαλόγων στα Αρβανίτικα, παρμένα από την ιστοσελίδα του Αρβανίτικου Συνδέσμου Ελλάδος (που έχει κλείσει προ πολλού) όπως εμφανίζεται στο wayback machine.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------












Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Κι όντιμις (Κρητική διάλεκτος)

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το βιβλίο "Ροζοναρίσματα", μια συλλογή ιστοριών και κειμένων γραμμένων από τον Μιλτιάδη Βαρδάκη-Μαδαρίτη.

Γραμμένο σε βαριά, ορεινά Κρητικά, με λεξιλόγιο που χρησιμοποιείτο προ ενός και πλέον αιώνα και σε μεγάλο βαθμό έχει εκλείψει, το εν λόγω βιβλίο δίνει στον αναγνώστη να καταλάβει πόσο στρεβλή και εσφαλμένη είναι η εντύπωση πως η Κρητική διάλεκτος δεν είναι παρά μια χούφτα λέξεις και η χρήση του "τσι" αντί του "κι". Μια εντύπωση που κοντεύει να ανταποκριθεί στη πραγματικότητα, μιας και η χρήση της Κρητικής αφενός φθίνει, και αφετέρου οι ομιλητές της αφήνουν κατά μέρος το "βαρύ" λεξιλόγιο, προτιμώντας τη χρήση πιο συνηθισμένων νεοελληνικών λέξεων στη θέση του.

Αντιγράφω το κείμενο όπως είναι στο βιβλίο (το οποίο βέβαια χρήζει επανεκδόσεως μιας και δύσκολα βρίσκεται σήμερα), διατηρώντας ακόμα και τα τυπογραφικά λάθη. Έπεται η μετάφραση των όποιων Κρητικών λέξεων.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ετσά ψιμοκαλοκαιρο, ύστερες του τρυγητή ποθές είτονε. Εκοιτουμάστονε, το λοιπός, με το ραμεκλή το λάλο μου στο δώμα. Μα χαντάτε πως είτονε οψες; κι ας πενήντα χρόνοι είναι δα περασμένοι.

Επειδής επειράζαν και το τεσάς για καλό και για κακό είχαμε στερεμένο κάτω απού το προσκέφαλο, ένα κοντό μαλιχέρι. Ακόμης νταντουλιάζουνε στα μάθια μου τ'ασημωτά μπελεζίκια απού τονε πλουμισμένο.

Εκειά απού εκοιτουμάστονε, γροικούμε τη κουλουκιά και μάχιζε κιανένα, κι ευτός πάλι την εσυργούλευγε.

Ντελόγκως αρπά το ντουφέκι ο γέρος και πιάνει μυτιρίζι στον ανηφορά. Εγώ για μιας στιγμής εφοβήθηκα, γιατί εκάτεχα πως ο λάλος μου είχε να κάμη. Μα πάλι είπα πως θαν είναι πράμα κλέφτες και θα τση ντρακάρομε τση μπαλωτές για να το γλεντίσομε. Φωνιάζει ο γέρος:
-Πιοι είστε μωρέ; Απακούειν του κιαείς.
-Εγώ 'μαι καπετά Μπατώ.
-Κι' ίντα λαγωνεύεις έτσα ώρα;
-Λ'ένα γράμμα σούφερα από τη χώρα.
-Να, πότσο, να, φωνιάζει ο γέρος τση κουλουκιάς, και απός του λέει: Σίμωσε
Κατεβαίνει απού το δώμα και παίρνει το γράμμα, άφτει ένα λύχνο και διαβάζει.

Με το διάβασμα, αγρίεψε η μούρη ντου, και γροικώ τονε να βλαστημά χαμηλά-χαμηλά. "Τουρκολάτρες-Γερμανοί-προδότες". Απής αποδιάβασε το γράμμα, τση ξυπνά ούλους και τση μετοχάρους και τση φαμέγιους. Μπέμπει τση στα γύρω χωριά, μπέμπει και μένα στο μοναστήρι να χτυπήσω τη καμπάνα. Εγλάκουνα κ'εγώ, μα πλιά απού το φόβο μου, γιατί εκειά είτονα και το κοιμητήρι. Ως έφταξα εκρεμάστηκα στο σκοινί και εχερίκωσα νταν-νταν-ταν για να ξεσμηλωθεί ούλος ο λαγκός.

-Μα να σασε πω την αλήθεια, καθόλου δεν εγάϊρα τη μούρη μου όθεν τα μνήματα. Σαν εγάϊρα, θωρώ μονομερισμένο κόσμο, φασαρία, κιγιαμέτι και στρωμένες τάβλες με ρακί και καρύδια. Εμπενοβγαίνανε οι γ'αθρώποι, εσιγοκουβεδιάζανε, κι ο γ-εις τ'αλλούν τωνε έδουνε φυσέκια.

Μιας κοπανιάς θωρώ το γέρο λάλο μου στολισμένο με τα σαλβαριαν του και τ'ασημοτόν του μαχαίρι, επάνω σε ένα πεζούλι. Κι'εφώνιαζε:
-Μωρέ σιμώσετε απεέ. Σιμόνω και εγώ και γροικώ: "Το γράμμα ετουτονέ μούμπεψε ο Βενιζέλος. Ήρθε απού το Σαλονίκι με τον Κουντουργιώτη και το Δαγκλή, γι'απανάσταση. Ούλοι πρέπει να πάμε για να ξεμαγαρίσομε την πατρίδα μας απού τση Γερμανόφιλους και τση προδότες.
-Ναι, ναι, εφωνιάζανε -Ζήτω! Κάτω! μα δεν αναστορούμε ίντα άλλο ελέγανε.

Σε λιγάκι ξεκινούνε. Ομπρός, ομπρός είτονε το μπαϊράκι, οξαποπίσω ο λάλος μου καβαλάρης σ'ένα μαύρο μπεγίρι με πολλές κίτρινες και κόκκινες φούντες στο χαλινάρι και πίσω ούλοι οι γι'αλλοι, που ετραγουδούσανε και παίζαν και μπαλωτές.

Δεν είτονε παωμένοι εκατό μέτρα και θωρώ και κοντοσταθήκανε. Λέω, λόγο τωνε βγάνει πάλι ο λάλος μου και σφίγγω. Γροικώ, και τώνε λέει:
-Μην καίτε τα φυσέκια για θα μάσε χρειγιαστούνε. Κι'εκειά που πάμε θαν απούλες τσ'επαρχίες. Μη σάσε διώξει, ο Θεός κι' η μοίρα σας και ντρακάρετε τσ'ανεμοδουλειές: γ-η ανέ σας απαντήξει στη στράτα κιαμιά στείρα μην τη παραμερίσετε, για θα ξευτιλιστούμε. Ο σκοπός μας είναι ιερός.

Ανηφορίσανε, ουρανοκόψανε την παπούρα, κι'αποκολώσανε. Για ιερό σκοπό, για την πατρίδα.
Ε! καϋμέχαρε γέρω λάλο. Να κάτεχες, πόσες βολές κι ημείς αρματωθήκαμε και περάσαμε, φαράγγια και βουνά για τον ίδιο σκοπό τον εδικό σας.
Κι'όντιμις, και σήμερις ακόμης τσι πλια βολές μασε διαφεντεύγουνε οι Γερμανόφιλοι, οι Τουρκολάτρες κι' οι προδότες απού βλαστήμηξες, όντεν εδιάβασες το γράμμα του Βενιζέλου.


Μιλτιάδης Βαρδάκης-Μαδαρίτης


----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Και όντιμις = και όμως
Ποθές = κάπου
Εκοιτουμάστονε = κοιτούμασταν
ψιμοκαλόκαιρο = όψιμο καλοκαίρι*
Ραμεκλής = Συγχωρεμένος, μακαρίτης
Λάλος = Παππούς*
Χαντώ = Νομίζω, θεωρώ
Οψές = εχθές
Μαλιχέρι = τουφέκι (βλ. καραμπίνα Mahnlicher)
Νταντουλιάζω = Ταλαντώνομαι, κουνιέμαι / (εναλ. γίνομαι πλαδαρός*)
Γροικώ = ακούω
Κουλουκιά = Νεαρή σκύλα / (εναλ. φωλιά σκύλου*)
Συργουλεύγω/Σιργουλεύγω = Πείθω με λόγια* / (εναλ. καλοπιάνω*)
Μαχίζω = Γαβγίζω άγρια* / Επιτίθεμαι*
Ντελόγκως = αμέσως
Μυτιρίζι =
Απακούω  = Υπακούω / (εναλ. αποκρίνομαι*)
Κιαείς = Κανείς
Λαγωνεύω = Γυρεύω / Κυνηγώ
Άφτει = ανάβει
Απής = Αφού, αφότου, όταν
Μετοχάρους =
Εγλάκουνα = έτρεχα (βλ. αγλακώ = τρέχω)
Κιγιαμέτι = Μεγάλη ταραχή*
Αναστορούμαι = Θυμάμαι, ανακαλώ
Παπούρα =
Αποκολώνω/Αποκολεύγω = Απομακρύνομαι, χάνομαι / (εναλ. υποχωρώ*)
Όντεν = Όταν


*με επιφύλαξη

Δείγματα Τσακώνικης γλώσσας με μετάφραση

Η Τσακώνικη γλώσσα κακώς αναφέρεται ως διάλεκτος, γιατί λόγος για διάλεκτο μπορεί να γίνει μόνο όταν οι ομιλητές μιας μορφής κάποιας γλώσσας έχουν περιθώρια συνεννόησης με τους ομιλητές της επίσημης, χωρίς να αλλάζουν οι ίδιοι τη μορφή γλώσσας που χρησιμοποιούν. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο στη περίπτωση των Τσακώνων: αν ένας ομιλητής της Τσακώνικης δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει και τη καθιερωμένη νεοελληνική, δεν θα είχε περιθώρια συνεννόησης με έναν μη-Τσάκωνα, μιας και οι διαφορές μεταξύ Τσακωνικων και Ελληνικών δεν περιορίζονται στη προφορά και το λεξιλόγιο, παρά υπάρχουν ουσιασικότατες δομικές διαφορές στη σύνταξη και τη γραμματική.

Ως εκ τούτου, τα Τσακώνικα δεν είναι άλλη διάλεκτος, αλλά μια άλλη γλώσσα -ελληνογενής μεν, ως προερχόμενη από τη Δωρική διάλεκτο της αρχαίας Ελληνικής, αλλά διαφορετική από τη καθομιλουμένη, που ανάγεται στην Αττική.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τα Ισπανικά και τα Ιταλικά: είναι μεν λατινογενείς, με εμφανείς λεξιλογικές και όχι μόνο ομοιότητες, αλλά και ουσιωδέστατες διαφορές, τέτοιες που αποτρέπουν τους ομιλητές της μιας να συνεννοηθούν με εκείνους της άλλης μιλώντας τη μητρική τους.

Παρατίθεται αυτούσια η δουλειά του Αθανασίου Κωστάκη με δείγματα Τσακώνικης γλώσσας με μετάφραση, όπως βρέθηκε στο tsakonianarchives.  

Αν για οποιονδήποτε λόγο διαγραφεί ή δεν εμφανίζεται διαθέσιμο, οι ενδιαφερόμενοι να επικοινωνήσουν άμεσα με τον γράφοντα.






Το αρχείο ανέβηκε στην ιστοσελίδα tsakonianarchives.gr, και παρατίθεται η προεπισκόπηση του εγγράφου όπως ανέβηκε από τους διαχειριστές της προαναφερθείσας ιστοσελίδας. Ο διαχειριστής του παρόντος ιστολογίου δεν διεκδικεί τα πνευματικά δικαιώματα του εγγράφου και δεν φέρει καμία ευθύνη για τυχόν αθέμιτη χρήση του από τρίτους.

Σκοπός αυτού του blog


Σκοπός του παρόντος blog είναι η συγκέντρωση υλικού για τις διαλέκτους που μιλιούνται ή ομιλούντο ανά την Ελληνική επικράτεια -η χρήση των οποίων φθίνει με τη πάροδο του χρόνου.

Στις διαλέκτους αυτές περιλαμβάνονται όχι μόνο οι χρησιμοποιούμενες από υπολογίσιμα κομμάτια του πληθυσμού (π.χ. Κρητική, Ποντιακή, Κυπριακή, κ.α.), αλλά και εκλείψασες ή σχεδόν εκλείψασες ελληνογενείς διάλεκτοι/γλώσσες* -όπως τα Καππαδοκικα, τα Γεβανικα, και τα Τσακώνικα. Σε αυτές υπάγονται επίσης και ορισμένες μη-ελληνικές διάλεκτοι, όπως τα Αρβανίτικα και τα Βλάχικα, για τα οποία επίσης θα γίνει μια απόπειρα συγκέντρωσης υλικού.

Αν και υλικό για τις προαναφερθείσες διαλέκτους μπορεί να βρει οποιοσδήποτε στο διαδίκτυο, δεν υπάρχει εγγύηση για το ότι οι ιστοσελίδες που το περιέχουν θα μείνουν ανοιχτές επί μακρόν. Έπειτα, για τη πλειοψηφία των διαλέκτων αυτών το όποιο υλικό δεν υπάρχει πουθενά συγκεντρωμένο, και μεγάλο μέρος του δεν βρίσκεται εύκολα.

Στόχος μας είναι να συγκεντρώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο από το υλικό αυτό ώστε να μείνει στον blogger για όσο θα υπάρχει το internet, διευκολύνοντας παράλληλα τους τυχόν ενδιαφερομενους. Θα γίνει επίσης και προσπάθεια δημιουργίας και συγκέντρωσης νέου υλικού.

Θεωρούμε αυτοδικαίως πως όποιος ασχολείται με τις προαναφερθείσες διαλέκτους έχει κάποια εξοικείωση με την Ελληνική. Ως εκ τούτου, η πλειοψηφία των επερχόμενων αναρτήσεων θα είναι στα Ελληνικά. Θα γίνουν όμως ορισμένες αναρτήσεις και στα Αγγλικά, αφενός λόγω του "διεθνούς" ενδιαφέροντος ορισμένων διαλέκτων (π.χ. Βλάχικα) και αφετέρου γιατί πάντοτε υπάρχει το ενδεχόμενο να αναζητά κάποιος πληροφορίες για ερευνητικούς σκοπούς (π.χ. κάποια εργασία).

Ο γράφων δεν είναι γλωσσολόγος, ούτε γηγενής ομιλητής κάποιας εκ των προαναφερθεισών διαλέκτων. Δεν υπήρχε άλλο κίνητρο για την ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας πέρα από το προσωπικό ενδιαφέρον για τις γλώσσες. Το ιστολόγιο επίσης χρειάζεται συντάκτες -κατά προτίμηση γηγενείς ομιλητές τέτοιων διαλέκτων ή ερευνητές. Αν τις εξ'υμών τυγχάνει γηγενής ομιλητής μιας ιδιαίτερης διαλέκτου ή γλωσσολόγος με συναφή ενασχόληση, μπορεί να επικοινωνήσει με τον γράφοντα μέσω gmail (malandrakisgeo).

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

About this blog


The purpose of this blog is to concentrate material for local and rare dialects and languages related to Greek or spoken within the Greek region. These include, but are not limited to, the main dialects used in Greece besides standard Greek (i.e. Cretan, Pontian, and Cypriot), the use of which becomes less and less frequent, as well as moribund and near-extinct hellenic tongues -namely Cappadocian Greek, Griko, Yevanic judeo-Greek, and the Tsakonian language*. They also include  several non-hellenic dialects spoken in Greece, (i.e. Arvanitika, Vlach, etc), for which there will also be an attempt to concentrate material

Though one will find material for the aforementioned tongues, there is no guarantee that the websites it is found on will always be online and available. Besides, when it comes to the majority of those dialects, there are no websites concentrating much of the existing material, most of which requires extensive research to be found.

The aim of this blog is to concentrate this material and have it hosted on blogger as long as the internet exists, while making it easier to find it for research and educational purposes.

It is assumed that the ones interested in regional dialects of Greece are already familiar with standard Greek. Most of the forthcoming articles, including translations from dialectal texts, will be in Greek, yet since there may be non-Greek researchers seeking information for the dialects (e.g. for a project), and since some dialects spoken in Greece are of interest for speakers of other tongues (e.g. Vlach), a part of them will be in English.

The owner of this blog is neither a linguist, nor a speaker of the dialects. What led to the creation of it was merely a colossal interest in them. The owner also happens to be... a little busy, which means that there is a need for authors. If you are a linguist with an academic interest in hellenic languages or a native speaker of one of them, you may contact the administrator on gmail (malandrakisgeo).